Translate

Το Ιμαρέτ της Καβάλας

Επιμέλεια κειμένων: Ελευθερία Γ. Βουλουτίδου* 
(Πτυχιακή Εργασία)
Φωτογραφίες.: Γιώργος Κ. Βουλουτίδης



Eνα από τα ιστορικά μνημεία της πόλης της Καβάλας, το Ιμαρέτ, παρουσιάζεται σε δύο ενότητες: Μία γενική, όπου αναφέρεται ο θεσμός των Ιμαρέτ, και μία ειδικότερη, όπου επιχειρείται η παρουσίαση του μνημείου “Ιμαρέτ” της Καβάλας.
Στην πρώτη ενότητα παρουσιάζεται κατ’ αρχήν ετυμολογικά και αναλύεται η βαθύτερη έννοια της λέξης “Ιμαρέτ” για τον Ισλαμικό κόσμο, ενώ τονίζονται οι ιδέες που αποτελούν τη βάση της δημιουργίας του. Επίσης αναλύεται η δομή του συστήματος και γίνεται μια απόπειρα σύγκρισής του με παρόμοια οικιστικά συστήματα της Ρωμαϊκής και Αρχαίας Ελληνικής εποχής.
Η δεύτερη ενότητα ασχολείται αποκλειστικά με τον χώρο του Ιμαρέτ της Καβάλας. Παρουσιάζεται το ιστορικό πλαίσιο και οι συνθήκες δημιουργίας του ιδρύματος καθώς και η πορεία του μέσα στο χρόνο όσον αφορά στη διοίκηση, τη μορφή και τη λειτουργία του μέχρι την εποχή που το Ιμαρέτ παύει πλέον να προσφέρει υπηρεσίες. Η εργασία παρουσιάζει με λεπτομέρειες την κατασκευή και τον διάκοσμο των κτηρίων του Ιμαρέτ και κλείνει με ένα γενικό συμπέρασμα - επίλογο πάνω στην προσφορά του ιδρύματος για την πόλη της Καβάλας.
Έτσι, στόχος είναι όχι μόνο η απλή παράθεση των στοιχείων του Ιμαρέτ και η περιγραφή του, αλλά και η κατανόηση της λειτουργίας και της προσφοράς του στην περιοχή της Καβάλας και στον πληθυσμό της, ανεξαρτήτως θρησκεύματος και υπηκοότητας, ώστε να αναδείξει το μνημείο όχι απλά με αφορμή την ιδιαίτερη εξωτερική του εμφάνιση (η οποία είναι προφανής) και την παλαιότητά του, αλλά για την ιδεολογία της ύπαρξής του και την προσφορά του στη ζωή των ανθρώπων της τοπικής κοινωνίας.

Α. ΓΕΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΙΜΑΡΕΤ

1. ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ “ΙΜΑΡΕΤ”
Η λέξη “Ιμαρέτ” προέρχεται από την αραβική λέξη imara που σημαίνει κατασκευή. Συγκεκριμένα προέρχεται από την Αραβική ρίζα ΄A M R και αποδίδει τις λέξεις ΄amr (“ζωή”) και isti’mar (“ανάπτυξη μίας περιοχής / τόπου”). Ιμαρέτ (ή αλλιώς kulliye) ονομάζεται μια αστική μονάδα που αποτελείται από μια αγορά, ένα τζαμί και άλλα αγαθοεργά ιδρύματα. Στην τουρκική Ιμαρέτ ονομάζονται επίσης και οι κουζίνες του ιδρύματος που προσφέρουν φαγητό στους φτωχούς.
Πολύ περισσότερο όμως η λέξη έχει την έννοια της διαμόρφωσης ενός τόπου ή μιας χώρας. Έτσι, κατά μία γενικότερη έννοια, στα τουρκικά το “Ιμαρέτ” είναι συνώνυμο με την έννοια της “ισλαμικής ανάπτυξης”. Η ουσία του Ιμαρέτ είναι η ίδια η ζωή και το αποτέλεσμα του είναι η εδραίωση και η ανάπτυξη. Όπως χαρακτηριστικά υποστηρίζουν και οι Μουσουλμάνοι: “Ιμαρέτ είναι η καρδιά της ανάπτυξης του Ισλάμ, γύρω από το οποίο ανθίζει ο πολιτισμός.”

2. ΤΟ ΟΘΩΜΑΝΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΩΝ ΙΜΑΡΕΤ
Η κατασκευή των Ιμαρέτ παρείχε στην πόλη δημόσιες υπηρεσίες και αγορές παίζοντας σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της πόλης. Τα Ιμαρέτ ήταν λοιπόν ένας παλιός ανατολίτικος θεσμός που οι Οθωμανοί υιοθέτησαν και δημιούργησαν σε πολλές πόλεις τους. Ήταν ένα σύμπλεγμα από ιδρύματα – Αγορά, μεντρεσέ (ιεροδιδασκαλείο), νοσοκομείο, χανείο, υδραγωγείο, δρόμους και γέφυρες – αλλά και ιδρύματα που προσέφεραν τα χρήματα για τα έξοδα συντήρησης του συγκροτήματος : ξενοδοχείο, αλευρόμυλους, σφαγεία και κουζίνες κ.τ.λ. Τα θρησκευτικά και αγαθοεργά ιδρύματα συγκεντρώνονταν γύρω από το τζαμί, ενώ τα προσοδοφόρα απλώνονταν γύρω του ή χτίζονταν σε πιο απόμακρο και κατάλληλο μέρος. Αυτά τα Ιμαρέτ αποτελούσαν βασικό στοιχείο στα σχέδια όλων των Οθωμανικών πόλεων, δίνοντάς τους ξεχωριστό χαρακτήρα, και μέχρι πρόσφατα κυριαρχούσαν στον ορίζοντα πόλεων στην Ανατολία και τα Βαλκάνια.

3. Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΩΝ ΙΜΑΡΕΤ
Παλιότερα τα Ιμαρέτ ιδρύονταν με την προοπτική δημιουργίας μιας νέας πόλης ή μιας νέας γειτονιάς σε μια ακατοίκητη περιοχή. Το Ιμαρέτ ήταν η βάση της ανάπτυξης και τα οικιστικά σύνολα αναπτύσσονταν γύρω από αυτό. Με βάση το στοιχείο αυτό η κατασκευή των Ιμαρέτ ομοιάζει αυτή των Αρχαίων Ελληνικών και των Ρωμαϊκών αγορών όσον αφορά το στοιχείο της συγκέντρωσης.
Για τους αρχαίους Ρωμαίους, η αστική μονάδα που αντιστοιχεί στα Ιμαρέτ αποτελούνταν από την Αγορά και την Βασιλική (αστικό κέντρο και ναός). Η Βασιλική εξελίχθηκε αργότερα από διοικητικό κέντρο και κέντρο λήψεως αποφάσεων σε τόπο λατρείας, και ενσωματώθηκε στην Αγορά. Το ίδιο περίπου μοντέλο υπάρχει και στην αρχαία Ελλάδα, με την μορφή της αγοράς και του ναού: Λατρεία, πολιτική ζωή και εμπόριο συνυπάρχουν και λειτουργούν μέσα στα “κοινά” της πόλης.
Επίσης, όλοι οι μεγάλοι πολιτισμοί υποστήριξαν και υποβοήθησαν το εμπόριο, και το κατάφερναν με το να εξυπηρετούν τους πελάτες αλλά και τους εμπόρους. Αγορές και χανεία υπήρχαν σε όλες τις μεγάλες πόλεις του παρελθόντος, που συναγωνίζονταν μεταξύ τους στις δωρεάν παροχές προς τους ξένους εμπόρους, έχοντας κατανοήσει ότι το εμπόριο θα τους φέρει πλούτο και ευημερία. Τα χανεία αυτού του είδους, ή στην τουρκική caravanserais, έγιναν αναπόσπαστο κομμάτι όχι μόνο της μουσουλμανικής φιλοξενίας προς τους εμπόρους αλλά και της δομής των Ιμαρέτ, καθιστώντας τα με αυτόν τον τρόπο όμοια με τις κλασσικές δομές ανάπτυξης των πόλεων των μεγάλων πολιτισμών.


Β. ΤΟ ΙΜΑΡΕΤ ΤΗΣ ΚΑΒΑΛΑΣ

1. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ:
Η ίδρυση του Ιμαρέτ από τον Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου.
Το Ιμαρέτ ή kulliye της Καβάλας, το μεγάλο συγκρότημα της τελευταίας Οθωμανικής περιόδου, βρίσκεται στη χερσόνησο της Παναγίας. Στην περιοχή αυτή εκτείνονταν επί τουρκοκρατίας η πόλη, περιορισμένη μέσα στο τείχος μέχρι το 1864. Το φιλανθρωπικό αυτό ίδρυμα, το Ιμαρέτ, όπως είναι περισσότερο γνωστό, κτίστηκε από τον Μεχμέτ Αλή, το βαλή της Αιγύπτου και ιδρυτή της τελευταίας Αιγυπτιακής δυναστείας.
Ο ίδιος ο Μεχμέτ Αλή γεννήθηκε στην Καβάλα το 1769. Γιός ενός Τουρκαλβανού Αγά, του Ιμπραήμ, ο Μεχμέτ Αλή ορφάνεψε μικρός και αρκετά νέος κατατάχτηκε στον τουρκικό στρατό, όπου προσέφερε πολλά. Το 1801, έχοντας τον βαθμό του υπολοχαγού, έλαβε μέρος στις μάχες κατά των στρατιών του Ναπολέοντα Βοναπάρτη που είχαν καταλάβει την Αίγυπτο από το 1798. Κατάφερε να απελευθερώσει την Αίγυπτο από τους Μαμελούκους και τους ξένους κατακτητές και έπειτα από λίγα χρόνια, βασιζόμενος στην εμπειρία αλλά και τη δύναμη που είχε αποκτήσει επαναστάτησε κατά του Πασά της Αιγύπτου και τον αντικατέστησε στα καθήκοντά του, φαινομενικά διορισμένος, ενώ στην πραγματικότητα πήρε το νέο αξίωμα με την βοήθεια των οπαδών του.
Στη διάρκεια της βασιλείας του κατόρθωσε, μέσα σε λίγα χρόνια, να βάλει τα θεμέλια της αναδιοργάνωσης του κράτους του Νείλου σε όλους τους τομείς. Ποτέ όμως δεν λησμόνησε την γενέτειρά του. ΄Οσοι συμπατριώτες του Καβαλιώτες κατέφευγαν στην Αίγυπτο, έβρισκαν προστασία. Το 1817 ίδρυσε στην Καβάλα το Ιμαρέτ, ένα τεράστιο οικοδόμημα, το οποίο λειτούργησε ως το 1902 σαν Ιεροδιδασκαλείο και έπειτα ως το 1923 ως φιλανθρωπικό ίδρυμα για την παροχή δωρεάν συσσιτίου στους φτωχούς.
Την εποχή που ο Μεχμέτ Αλή αποφασίζει να ιδρύσει το Ιμαρέτ, η Καβάλα είναι μια μικρή πόλη με πληθυσμό 3000-4000 κατοίκων, οι περισσότεροι δε εξ αυτών είναι Τούρκοι. Είναι ωστόσο σημαντικό λιμάνι που λειτουργούσε ήδη από τον 18ο αιώνα ως κύριος αποθηκευτικός σταθμός εμπορευμάτων και βρισκόταν κοντά σε στενό και εύκολα ελεγχόμενο πέρασμα του δρόμου προς την Ανατολή. Όπως λέγεται, ο Αλή διάλεξε την Καβάλα, όχι για κανένα άλλο λόγο, αλλά γιατί ήταν ο τόπος που γεννήθηκε. Όσο για τη Θάσο, το εύφορο σχετικά νησί με την πλούσια ξυλεία, την οποία μπορούσε να εκμεταλλευτεί για την συντήρηση των πλοίων του, αναφέρεται ότι του παραχωρήθηκε από την Πύλη το 1807 ύστερα από δική του απαίτηση, προκειμένου να έχει την δυνατότητα να περιορίσει την βαριά φορολογία και έτσι να ανταμείψει τους κατοίκους για τη βοήθεια που κατά καιρούς του είχαν προσφέρει. Τις δύο αυτές περιοχές ο πασάς τις αφιέρωσε σαν βακούφι, προς όφελος του συγκροτήματος του Ιμαρέτ και των κατοίκων των δύο περιοχών.
Οι λόγοι που προβάλλονται για αυτές τις αποφάσεις του Μεχμέτ Αλή δεν είναι μόνο συναισθηματικοί. Λέγεται ότι είχε ζητήσει από τον Μαχμούτ Β΄ και άλλη εναλλακτική λύση: Να κατασκευάσει στην Καβάλα αντί για το Ιμαρέτ ένα νέο λιμάνι που θα κάλυπτε τις εμπορευματικές ανάγκες τις πόλης, για τις οποίες δεν επαρκούσε πια το παλιό και θα πρόσφερε τη δυνατότητα παραμονής εκεί πολεμικών και άλλων μεγάλων σκαφών. Ο Σουλτάνος όμως, γνωρίζοντας πως ο βεζύρης του είχε πάντα τάσεις ανεξαρτητοποίησης, αντιμετώπισε την πρότασή του αυτή με δυσπιστία και τελικά προτίμησε την ίδρυση ενός kulliye. Το ίδρυμα αυτό θα μπορούσε να ικανοποιήσει μόνο έμμεσα τα φιλόδοξα σχέδια του πασά, καθώς οι απόφοιτοι των μεντρεσέδων αποτελούσαν την πνευματική και νομική ηγεσία της χώρας, ενώ από την άλλη θα έλεγχε τα εισοδήματά του, καθώς μεγάλο μέρος των προσόδων του βακουφιού του πασά θα προορίζονταν από εδώ και πέρα για το κοινωφελές ίδρυμα.

2. ΜΟΡΦΗ, ΔΟΜΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΙΜΑΡΕΤ
Τα kulliye είναι συγκροτήματα δημοσίων κοινωφελών κτισμάτων διαφόρων χρήσεων, που βρίσκονται συγκεντρωμένα γύρω από ένα τζαμί. Αρχικά όλες οι λειτουργίες ενός kulliye εκφράζονταν στο τζαμί, πού ήταν συγχρόνως τόπος προσευχής, διδασκαλίας, ξενώνας κ.τ.λ., ενώ αργότερα καθεμία από τις λειτουργίες αυτές στεγάστηκε σε ανεξάρτητο κτίσμα. Το kulliye του Μεχμέτ Αλή (ή αλλιώς Ιμαρέτ) στην τελική του μορφή αποτελείται από δύο μεντρεσέδες (εκπαιδευτικά ιδρύματα-ιεροδιδασκαλεία) και δύο μεστζίτ (αίθουσες διδασκαλίας και χώροι προσευχής), ένα ιμαρέτ (κουζίνα), ένα μεκτέμπ (σχολείο πρώτης βαθμίδας) και τα γραφεία της διεύθυνσης.
Η εκπαίδευση των μουσουλμάνων, στοιχειώδης στα μεκτέμπ και ανώτερη στους μεντρεσέδες, θεωρούνταν ήδη από τον 18ο αιώνα παρωχημένη, καθώς οι παρεχόμενες γνώσεις δεν αναπροσαρμόζονταν με τον καιρό. Το kulliye της Καβάλας κτίζεται στη μεταβατική περίοδο , όταν αρχίζει να αμφισβητείται το παραδοσιακό θρησκευτικό σύστημα και η Ανατολή συναντά το ανανεωτικό πνεύμα της Δύσης, κτίζεται πολύ περισσότερο από τον Μεχμέτ Αλή, που είναι δεκτικός στα δυτικά επιτεύγματα και είναι έτοιμος να αρχίσει ένα πρόγραμμα εκσυγχρονισμού της εκπαίδευσης αλλά και του διοικητικού συστήματος της Αιγύπτου. Παρόλα αυτά, το γεγονός ότι το kulliye παρείχε την παραδοσιακή θρησκευτική εκπαίδευση στους μαθητές του, καθιστά κατανοητή την οπισθοδρομικότητα του προγράμματος διδασκαλίας και τις αργές αλλαγές.
Στους δύο μεντρεσέδες της Καβάλας υπήρχαν 61 κατοικήσιμοι χώροι, 25 στον πρώτο και 36 στον δεύτερο όροφο, που στέγαζαν 60 οικοτρόφους το καλοκαίρι και 300 το χειμώνα, ανά τέσσερεις ή πέντε σοφτάδες σε κάθε δωμάτιο. Η διάρκεια των σπουδών τους δεν ήταν περιορισμένη και οι μαθητές ερχόταν σε μικρή ηλικία και μπορούσαν να μείνουν για πολλά χρόνια. Είχαν δωρεάν τροφή και στέγαση, έπαιρναν και ένα μικρό χρηματικό ποσό για τις προσωπικές τους ανάγκες (γύρω στα 30 γρόσια τον μήνα), ήταν δε απαλλαγμένοι από την στρατιωτική θητεία. Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι το 1859 υπήρχαν στους μεντρεσέδες τρεις καθηγητές και ο ένας από αυτούς δίδασκε συγχρόνως ιστορία, γεωγραφία, μαθηματικά, αραβική γλώσσα και ποίηση, ενώ δεν είναι γνωστά τα μαθήματα που διδάσκονταν από τους υπόλοιπους. Γύρω στα 1873 αναφέρεται ότι προσλήφθηκαν οκτώ καθηγητές και υπήρχαν πάνω από 100 μαθητές. Οι γνώσεις τους όμως ήταν πολύ περιορισμένες σε σχέση με την δυτική εκπαίδευση της εποχής μιας και ακολουθούσαν πιστά τα Ιερά Βιβλία. Τα τελευταία χρόνια η εκπαίδευση τους περιορίζονταν στην αποστήθιση περικοπών από το Κοράνι και στη σύνταξη συστατικών για τα γράμματα που υπήρχαν στα διάφορα κεφάλαιά του. Στο μεκτέμπ, σχολείο της πρώτης βαθμίδας αντίστοιχο με τα σημερινά δημοτικά, διδάσκονταν, όπως αναφέρεται στις επιγραφές, το μάθημα της θεολογίας και της καλής αγωγής..
Το Ιμαρέτ μοίραζε από την αρχή της λειτουργίας του δωρεάν φαγητό στους σοφτάδες και τους φτωχούς και ανήμπορους της πόλης ανεξάρτητα από την θρησκεία τους, ενώ κατά τη διάρκεια των γευμάτων τους ο Χότζας διάβαζε αποσπάσματα από το Κοράνι. Το ίδρυμα παρείχε το τυπικό σ’ αυτές τις περιπτώσεις γεύμα, ένα πιάτο σούπα ή ρύζι και fodla,συνήθως δύο φορές την εβδομάδα και από ένα κομμάτι κρέας , επιπλέον τις Παρασκευές και τις γιορτές zerde. Λέγεται ότι στις αποθήκες του Ιμαρέτ υπήρχαν αποθέματα τροφών για 6 μήνες, ήταν δε εφοδιασμένο με αλευρόμυλο και κλίβανο που η παραγωγή τους έφτανε στις 1200 οκάδες την ημέρα. Τα φαγητά παρασκευάζονταν σε μεγάλα καζάνια από τον μάγειρα και δύο βοηθούς του.
Όσον αφορά στη διοίκηση του ιδρύματος, ο Μεχμέτ Αλή την είχε εγκαταλείψει από νωρίς σε μπέηδες της Καβάλας, σε συγγενείς ή φίλους της οικογένειάς του, που τους αντιπροσώπευε στο νησί της Θάσου κάποιος υπάλληλός τους. Τα ονόματα των διοικητών που αντικατέστησαν τον Τούρκο βοεβόδα είναι γνωστά από το 1840 και μετά, ονόματα που συνδέονται με συνεχείς αυθαιρεσίες και παρατυπίες. Μόλις κατά τα μέσα του 19ου αιώνα, όταν στην Αίγυπτο ιδρύεται κεντρική διεύθυνση των βακουφιών (1851), εκδηλώνεται ενδιαφέρον για το μακρινό “αφιέρωμα”. Το 1854 για πρώτη φορά στέλνεται Αιγύπτιος mudir ή βέης, διοικητής δηλαδή της Θάσου και διευθυντής του Ιμαρέτ της Καβάλας. Ο διοικητής πλαισιωνόταν από ένα γραμματέα της ελληνικής και έναν της τουρκικής αλληλογραφίας, έναν αρχιγραμματέα, έναν λογιστή και έναν ταμία. Στο προσωπικό αυτό στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου προστέθηκε ένας γραμματέας της αραβικής αλληλογραφίας καθώς και ένας υπάλληλος υπεύθυνος για το πρωτόκολλο. Έδρα της διοίκησης ήταν η Καβάλα, όπου υπήρχαν και τα γραφεία της, τα οποία καταλάμβαναν το δυτικό άκρο του συγκροτήματος. Στη Θάσο οι υπεύθυνοι έκαναν σύντομες επισκέψεις για να επιλύσουν τις τρέχουσες υποθέσεις. Το 1901, με εντολή του τότε διοικητή Μαχμούτ Ριφάτ Μπέη, η διοίκηση μεταφέρθηκε στο Λιμένα, ενώ γύρω στο 1912 ο Αμπάς Χιλμί Β΄σχεδίαζε να χτίσει τα νέα γραφεία του Ιμαρέτ στην Καβάλα απέναντι από τα παλιά, το σχέδιό του όμως δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ.

3. ΑΛΛΑΓΕΣ ΣΤΟ ΙΜΑΡΕΤ
Ο χρόνος δεν έφερε αλλαγές μόνο στο διοικητικό σύστημα του Ιμαρέτ. Με τον καιρό ατόνησαν οι αρχικά φιλανθρωπικοί και μορφωτικοί στόχοι του ιδρύματος. Ήδη από το 1858 η χρησιμότητα του αμφισβητείται και χαρακτηρίζεται επιβλαβές για την πόλη, πολλοί μάλιστα το χαρακτηρίζουν τεμπελχανείο ή σπίτι των τεμπέληδων. Πολλοί ζητούν την κατάργησή του και την ίδρυση αντ’ αυτού σχολείων ή γυμνασίου στο νησί της Θάσου. Μάλιστα οι νησιώτες προσπαθούν με διαβήματα, το 1870 περίπου και πάλι το 1894 να αποσπάσουν χρήματα από τα έσοδα του Ιμαρέτ για τη συντήρηση κεντρικής σχολής στο νησί.
Η λειτουργία των δύο μεντρεσέδων συνεχίστηκε μέχρι τον Ιούλιο του 1902 και διακόπηκε με τις αλλαγές στη διοίκηση του νησιού του ίδιου έτους. Ο σουλτάνος μετά από εξεγέρσεις και διαμαρτυρίες των κατοίκων στο χεδίβη της Αιγύπτου Αμπάς Χιλμί Β, που άρχισαν το 1895 με αιτία την επιβολή νέων φόρων, βρήκε την αφορμή να προσαρτήσει το νησί στη διοίκηση της Καβάλας. Οι φόροι όμως συνέχισαν να εισπράττονται από την Αιγυπτιακή Διεύθυνση των Βακουφιών, ενώ παράλληλα η Τουρκική κυβέρνηση επέβαλε και άλλους μέχρι την απελευθέρωση του νησιού το 1912. Όμως η Αίγυπτος συνέχισε να ζητάει είσπραξη φόρων και μετά το 1912. Η παροχή συσσιτίου συνεχίστηκε μέχρι το 1923. Με την ανταλλαγή των πληθυσμών και μέχρι το 1975 περίπου, στα δωμάτια των μεντρεσέδων έμεναν οικογένειες προσφύγων και μερικά χρησίμευαν ως αποθήκες των γειτονικών καταστημάτων. Οι χώροι αυτοί νοικιάζονταν έναντι μικρών χρηματικών ποσών που τα συγκέντρωνε ο εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος της Αιγυπτιακής πρεσβείας. Αργότερα τα δωμάτια εκκενώθηκαν από τις οικογένειες, μερικά όμως συνέχισαν για πολλά χρόνια ακόμη να λειτουργούν σαν αποθήκες.

Γ. ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ
Το kulliye της Καβάλας κτίστηκε σύμφωνα με τον Τούρκο μελετητή Haluk Sezgin σε δύο διακεκριμένες χρονολογικά περιόδους: Το βόρειο τμήμα, δηλαδή “το Ιμαρέτ, η διεύθυνση και ο ένας μεντρεσές”, αναφέρει ότι κτίστηκε λίγο πριν το 1536 από τον Ιμπραχήμ πασά, τον μεγάλο βεζύρη του Σουλτάνου Σουλεϊμάν, πράγμα που συμπεραίνει, όπως υποστηρίζει, και από τα εμφανή στοιχεία της κλασσικής οθωμανικής εποχής που διακρίνει το κτίσμα. Το νότιο τμήμα, δηλαδή “ο δεύτερος μεντρεσές, η βιβλιοθήκη, το τζαμί και το κιόσκι”, όπως τα ονομάζει, μαζί με τις επισκευές, την ανωδομή κυρίως, του βορείου τμήματος θεωρεί ότι κατασκευάστηκαν από τον Μεχμέτ Αλή και έχουν ευδιάκριτα στοιχεία του Οθωμανικού μπαρόκ. Επιπλέον, υποθέτει ότι τα μεταγενέστερα κτίσματα πρέπει να έγιναν από “παραδοσιακό” Τούρκο αρχιτέκτονα.
Σύμφωνα λοιπόν με την μελέτη του Haluk Sezgin, το Ιμαρέτ της Καβάλας καταλαμβάνει έκταση 4.200 τ.μ. Συγκροτείται από τέσσερεις επιμέρους ενότητες που παρατάσσονται σε σειρά και κάθε ενότητα οργανώνεται γύρω από τέσσερεις αυλές. Αρχίζοντας από το βορρά προς το Νότο υπάρχει πρώτα το Ιμαρέτ με το μεκτέμπ στη βορειοανατολική του γωνία, μετά ο παλαιότερος μεντρεσές με το κύριο μεστζίτ στη νοτιοανατολική του γωνία και τους υγρούς χώρους στη νότια πλευρά του και τέλος τα γραφεία της διεύθυνσης του Αιγυπτιακού βακουφιού. Η κάθε επιμέρους ενότητα παρουσιάζει δηλαδή κλειστή οργάνωση και όλοι οι χώροι στρέφονται προς τις εσωτερικές πλευρές, το χαρακτηριστικό στοιχείο όλων των κτισμάτων ομαδικής διαβίωσης. Αντίθετα όμως, η σχέση των επιμέρους ενοτήτων είναι παρατακτική και δεν υπερτονίζεται κάποια σε σχέση με τις υπόλοιπες. Προβάλλουν μόνο, συγκριτικά περισσότερο, οι μονάδες του μεστζίτ και του μεκτέμπ, που όμως αποτελούν στοιχεία των επιμέρους ενοτήτων και εντάσσονται σε αυτές.
Τα Οθωμανικά κτίσματα αυτής της κατηγορίας συγκροτούνται από παραθετική επανάληψη, σε απλούς σχηματισμούς, μιας θολωτής μονάδας που έχει τυποποιημένα χαρακτηριστικά, μορφή και παραστάσεις. Με τον τρόπο αυτό συντίθενται και οι επιμέρους ενότητες στο kulliye της Καβάλας, με διαφοροποιήσεις όμως στα τυπικά τους στοιχεία όπως θα φανεί στη συνέχεια.
Οι μικροί θόλοι των μονάδων της κάθε επιμέρους ενότητας παρουσιάζουν διαφορές από τους θόλους των άλλων. Διαφοροποιούνται επίσης και οι θόλοι των χαρακτηριστικών χώρων. Περισσότερο τονισμένοι, εκτός των δύο που έχουν αναφερθεί προηγουμένως, είναι οι θόλοι των κύριων προσβάσεων και των γωνιακών χώρων που υπερυψώνονται και στην κορυφή τους τοποθετείται μαρμάρινο ή μπρούτζινο alem. Εσωτερικά όλοι επενδύονται με φύλλα μολύβδου, τα οποία αλληλοκαλύπτονται για την καλύτερη στεγανοποίηση της επιφάνειας, σχηματίζοντας στις ενώσεις ακτινωτές νευρώσεις, στοιχεία γνώριμα στην Οθωμανική αρχιτεκτονική. Τα περιγράμματα των θόλων διαγράφονται με ασάφεια και στις περιπτώσεις όπου τα ύψη των θόλων είναι μικρότερα μοιάζουν σαν απλοί κυματισμοί με μικρές εξάρσεις. Η σχετική αυτή ποικιλία στον τρόπο κάλυψης μαζί με ένα πλήθος από καμινάδες, διαφόρων υψών και σχημάτων, που προβάλλουν πάνω από τις στέγες (κάθε χώρος έχει το δικό του τζάκι), δημιουργούν μια εντύπωση αταξίας στην οργάνωση του συνόλου.

Οι τοίχοι έχουν συνήθως πάχος 0,90-1,00 μ. και είναι κατασκευασμένοι από ημιλαξευτούς λίθους με την παρεμβολή οπτόπλινθων ποικίλων διαστάσεων χωρίς ορισμένη διάταξη. Ιδιαίτερα επιμελημένων είναι το τμήμα του εξωτερικού τοίχου προς το δρόμο, όπου εναλλάσσονται δύο σειρές με λαξευμένους λίθους, ανά αποστάσεις 20 εκ. περίπου. Πρέπει να είναι ο μόνος τοίχος που έμενε εξωτερικά χωρίς επίχρισμα. Ο τρόπος αυτός δόμησης συνεχίζεται μέχρι το ύψος της γένεσης των τόξων και των θόλων. Από το σημείο αυτό και πάνω χρησιμοποιούνται αποκλειστικά οπτόπλινθοι με το συνηθισμένο στην Οθωμανική αρχιτεκτονική τρόπο, χωρίς δηλαδή να χρησιμοποιούνται ξυλότυποι και έτσι δεν υπάρχει γεωμετρική ακρίβεια στη μορφή των καλύψεων. Σε αντίθεση με τη στέρεα και συμπαγή κατασκευή του συγκροτήματος έρχονται οι μεταγενέστερες συμπληρώσεις του, δηλαδή τα κτίσματα του δεύτερου μεστζίτ και των γραφείων, όπου η κάλυψη, ο τρόπος δομής και τα υλικά έχουν όλα τα χαρακτηριστικά των ελαφριών κατασκευών των σπιτιών της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής.
Σε γενικές γραμμές το συγκρότημα διακρίνεται για τα απλά γεωμετρικά σχήματα και την λιτότητα στη διακόσμηση. Τα στοιχεία της σύνθεσης τονίζονται με την παρεμβολή μεταξύ των ευθύγραμμων σχημάτων καμπυλωμένων επιφανειών, που δίνουν κάποια πλαστικότητα στην εξωτερική μόνο μορφή, χαρακτηριστικό της τουρκο-μπαρόκ περιόδου. Ο εσωτερικός χώρος μένει ανεπηρέαστος και η ίδια μορφή εμφανίζεται μόνο εκεί που το εσωτερικό δεν συμμετέχει στην σύνθεση, όπως στις δύο δεξαμενές. Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο του συγκροτήματος είναι οι έσω αυλές του και αξιοσημείωτη είναι η συνεχής εναλλαγή των κλειστών, ημιυπαιθρίων και ανοικτών χώρων με τις αντίστοιχες κλιμακούμενες φωτοσκιάσεις. Η αυτονομία όμως του εσωτερικού καθενός από τους κλειστούς χώρους, με τα λιγοστά ανοίγματα φραγμένα συνήθως με σιδεριές και με την αυστηρή οριοθέτηση, δε διασπάται, στοιχείο της ιδιαιτερότητας της οθωμανικής αρχιτεκτονικής. Αντίθετα, μειωμένο είναι το ενδιαφέρον που παρουσιάζουν οι εξωτερικές όψεις. Η ανατολική όψη, αδιαπέραστο οπτικά σύνορο μεταξύ του δρόμου και του εσωτερικού του συγκροτήματος, έχει ως μόνη διακοπή τις προσβάσεις στις επιμέρους ενότητες – που γίνονται στον όροφο εξαιτίας της έντονης κλίσης του εδάφους καθώς η στάθμη της αυλής βρίσκεται χαμηλότερα από αυτήν του δρόμου – και τα ελάχιστα ανοίγματα. Έτσι το επίμηκες και μονότονο παραπέτασμα του τοίχου λίγες νύξεις αφήνει να φανούν από την πολυμορφία του συγκροτήματος. Η δυτική όψη, απρόσιτη λόγω της απότομης κλίσης του εδάφους που ανοίγεται μπροστά της, είναι ορατή μόνο από μακριά και οργανώνεται με περισσότερα ανοίγματα και μεγαλύτερη ποικιλία στη διάρθρωση των επιφανειών. Οι δύο άλλες στενομέτωπες όψεις, η βόρεια και η νότια, με ελάχιστα, επίσης, ανοίγματα γειτνιάζουν σε τμήματά τους με νεότερες κατασκευές. Το σύνολο εξωτερικά στις 3 διαστάσεις του, είναι αντιληπτό στη δομή και την ποιότητά του μόνο από μακριά ως μέρος της κορυφογραμμής της παλιάς πόλης και ψηλά από την ακρόπολη.


Δ. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ – ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Το Ιμαρέτ της Καβάλας, χτισμένο για να εξυπηρετήσει συγκεκριμένους σκοπούς (την ανάπτυξη της Οθωμανικής κοινότητας της Καβάλας) και συμφέροντα (τις βλέψεις του Μεχμέτ Αλή προς την Πύλη), αποτέλεσε σημαντικό σταθμό για την ανάπτυξη και την ευημερία και του χριστιανικού πληθυσμού της περιοχής. Ακόμα και σε εποχές που η Αίγυπτος και η Μουσουλμανική κοινότητα δεν είχε να επωφεληθεί σε τίποτα από την λειτουργία του κτίσματος, το κτήριο αυτό αποτέλεσε καταφύγιο και τόπο προσωρινής ανακούφισης, αναδεικνύοντας έτσι την χρησιμότητά του στο επίπεδο της ανιδιοτελούς προσφοράς και ωφέλειας. Έτσι, δίκαια πια και προς τιμήν των όλων όσων προσέφερε, οι κάτοικοι της Καβάλας το θεωρούν πλέον κομμάτι της δικής τους Ιστορίας και το παρουσιάζουν ως ένα από τα πιο όμορφα όσο και σημαντικά σημεία της πόλης.




ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Βιβλία-εργασίες-πρακτικά:
1. “Η Καβάλα και η περιοχή της”, Α΄ Τοπικό συμπόσιο, πρακτικά, Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, Θεσ/κη, 1980
2. Α΄ Λύκειο αρρένων Καβάλας, μαθητική κοινότητα Γ΄ τάξεως θετικής κατευθύνσεως, “Γνωριμία με την πόλη και το νομό Καβάλας”, επιμ. Παναγιώτης Χ. Ζιώγας, Καβάλα, 1979, σ. 26
3. Ενεπεκίδης Π.Κ., “Θεσσαλονίκη και Μακεδονία 1798-1912”, εκδ. Εστία, Αθήνα 1982, σ. 81
4. Λαζαρίδης Δ., “Νεάπολις – Χριστούπολις – Καβάλα”, οδηγός του Μουσείου Καβάλας, Αθήνα, 1969, σσ 58-60
5. Ορφανίδης Κ., “ Ιστορικά και τοπωνυμικά της Καβάλας”, εκδ. Δημοτικής Βιβλιοθήκης Καβάλας, 1997, σσ 113-115
6. Παπαδόπουλος Ε., “Ιστορία του νομού Καβάλας”, Καβάλα, εκδ. ΕΣΠ, 1967, σσ 242 κ.εξ.
7. Reau Lewis, “Ιστορία της Τέχνης”, επιμ. Κ. Πάγκαλος, εκδ. Δ. Βογιατζή, Αθήνα, 1956, τ. β΄, σσ 456-458
8. Χαραλαμπίδου Θαλ., “Καβάλα – Συνοικισμός Παναγία”, Αθήνα, 1999, σ. 37
Περιοδικά:
9. Λυκουρίνος Κ. “ξένοι περιηγητές στην Τουρκοκρατούμενη Καβάλα του 15ου – 19ου αιώνα μ.Χ.”, περιοδ. ΓΙΑΤΙ, τ. 215, Μάιος 1993, σσ 45-47
10. Πετρόπουλος Ηλ., “Το Ιμαρέτ της Καβάλας”, περιοδ. ΑΛΦΑ, τ.4, Καβάλα, 1964, σσ 84-85
11. Στεφανίδου-Φωτιάδου Αιμ., “το Ιμαρέτ της Καβάλας”, περιοδ. ΥΠΟΣΤΕΓΟ, τ. 4, Νοέμβριος 1988, σσ 21-24

Ελευθερία Γ. Βουλουτίδου είναι Εκπαιδευτικός

Η Καβάλα στα κείμενα των ξένων περιηγητών (1391 -1591)

( απόσπασμα από εργασία του Κυριάκου Λυκουρίνου δημοσιευμένη στο Περιοδικό ΥΠΟΣΤΕΓΟ του Συνδέσμου Φίλων Γραμμάτων και Τεχνών Καβάλας, τεύχος 8-9. Οφείλω θερμές ευχαριστίες)

Από τους ξένους περιηγητές που περιπλανήθηκαν στον ελληνι­κό χώρο κατά τη μακραίωνη περίοδο της Τουρκοκρατίας, πάμπολλοι ήταν αυτοί που κατέγραψαν τις εντυπώσεις κι εμπειρίες τους· Τα κείμενα αυτά, που δημοσιεύτηκαν με πρωτοβουλία δική τους ή άλλου, αποτελούν αυθεντικές πηγές ανεκτίμητης αξίας. Οι ταξιδιώ­τες καταγράφουν ό,τι βλέπουν κι ό,τι ακούν. Δίνουν πληροφορίες γεωγραφικές, εθνογραφικές, ιστορικές, τοπογραφικές, αρχαιολογικές, λαογραφικές, φυσιογνωστικές. Προσφέρουν στοιχεία για την πολιτι­κή, κοινωνική και οικονομική ζωή, τη σύνθεση του πληθυσμού, τους θρύλους και τις παραδόσεις των κατοίκων. Περιγράφουν το φυσικό τοπίο, τους οικισμούς, τα μνημεία, τη χλωρίδα και πανίδα και συχνά εμπλουτίζουν τις σελίδες των έργων τους με χάρτες, σχεδιαγράμμα­τα, ζωγραφικούς πίνακες και φωτογραφίες, που απαθανατίζουν ει­κόνες του καθημερινού βίου, αξιοθέατα και κάθε λογής αντικείμενα. Έτσι αποκαλύπτουν άγνωστες πτυχές και αποτυπώνουν άμεσα την ταυτότητα ενός τόπου. Μέσα από το πλούσιο και πολυποίκιλο υλικό των περιηγητικών κειμένων ο ερευνητής κι ο αναγνώστης προσεγγί­ζουν το παρελθόν με τα μάτια του αυτόπτη, χωρίς την καταλυτική απόσταση του χρόνου, και ανακαλύπτουν πληροφορίες απρόσμενες, που δεν υπάρχουν σε καμιά άλλη πηγή.
Οι περιηγητές που πέρασαν, προγραμματισμένα ή τυχαία, από την Καβάλα ήταν λίγοι. Η πόλη δεν παρουσίαζε για τον ξένο ταξι­διώτη κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον ήταν μια μικρή, τυπική πόλη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τις λίγες δεκάδες των περιηγητών που την επισκέφτηκαν τις οφείλει στη γεωγραφική της θέση: Η Καβάλα ήταν, για όσους επέλεγαν το δύσκολο δρόμο της ξηράς, αναγκαίο πέρασμα - σταθμός στο δρόμο προς και από την Κωνσταντινούπολη και ορμητήριο για τη Θάσο. Απ' όσους προτιμούσαν τους ασφαλέστε­ρους και συνηθέστερους θαλάσσιους δρόμους λίγοι αποβιβάζονταν στην πόλη μας. Συνήθως αυτοί που επισκέπτονταν τα ερείπια των Φιλίππων ή ήθελαν να γνωρίσουν εκ του πλησίον τα μέρη που πρωτοπάτησε ο Απόστολος Παύλος στην ευρωπαϊκή περιοδεία του.
Τα αποσπάσματα των έργων τους που αναφέρονται στην Κα­βάλα είναι στις περισσότερες περιπτώσεις μικρά: από λίγες σειρές μέχρι λίγες σελίδες. Μέσα όμως απ' αυτά διαγράφεται η ιστορική ταυ­τότητα του τόπου μας, μια ταυτότητα αρκετά γνήσια, γιατί προκύπτει από περιγραφές και παρατηρήσεις ανθρώπων με διαφορετική προέ­λευση, ιδιότητα κι ενδιαφέροντα, που καλύπτουν χρονικά μια περίο­δο πέντε περίπου αιώνων. Στα περιορισμένα πλαίσια αυτής της δημο­σίευσης δεν είναι βέβαια δυνατό να παρουσιάσουμε εν εκτάσει τα αποσπάσματα αυτά, ούτε πολύ περισσότερο να προχωρήσουμε σε επε­ξεργασία, κριτική ανάλυση και ένταξη των πληροφοριών στα ιστορι­κά πλαίσια της εποχής τους (αδυναμία που προσπαθούμε να θεραπεύ­σουμε, εν μέρει βέβαια, με ελάχιστα εμβόλιμα σχόλια και παραπομπές στη βιβλιογραφία και σε αρχειακές πηγές). Θα περιοριστούμε αναγκαστικά στην απλή παρουσίαση των ξένων ταξιδιωτών και των έργων τους, θα επισημάνουμε τα θέματα που κίνησαν την προσοχή τους και θα τονίσουμε τα πιο ενδιαφέροντα, κατά την άποψη μας, σημεία από τις καταγραμμένες εντυπώσεις και μαρτυρίες τους.

Αφετηρία για τη δική μας περιήγηση αποτελεί το ζοφερό 1391. Το έτος αυτό η βυζαντινή Καβάλα, η τότε Χριστούπολις, εάλω παρά των απίστων εθνών... και κατεδαφίσθη εκ βάθρων εις τάχος και οι οικήτορες ταύτης διεσκορπίσθησαν εν διαφόροις τόποις και χώρες, όπως μας πληροφορεί μια σημείωση από κώδικα του Αγίου Όρους.
Η πρώτη μαρτυρία για την τουρκοκρατούμενη πλέον πόλη προέρχεται από μία επιστολή της 23ης Ιουλίου 1425. Ο Βενετός πλοίαρχος Pietro Zen γράφει από εδώ στον αδελφό του για την κατά­ληψη του κάστρου Cristopoli από τα βενετικά στρατεύματα, περι­γράφοντας με λεπτομέρειες τη σφοδρή σύγκρουση με τους Τούρκους, τη γύρω περιοχή και τον επίμαχο χώρο. Από την επιστολή αυτή πληροφορούμαστε ότι 35 χρόνια μετά την κατάκτηση του τόπου από τους Τούρκους η Χριστούπολις διατηρεί ακόμη το όνομα της και ότι τα νέα τείχη του κάστρου που δεσπόζει στην πόλη μας χτίστηκαν από τους κατακτητές της στις αρχές του 1425. Ο Pietro Zen τονίζει τη σπουδαία στρατηγική σημασία του κάστρου (είναι - γράφει - η δίοδος προς την Καλλίπολη, προς την Αδριανούπολη και προς ένα μέρος της Ελλάδος), εξηγώντας έτσι και την απόφαση των Βενετών να το κρατήσουν υπό την κατοχή τους και να το ενισχύσουν με πρόσθετες οχυρωματικές εργασίες.
Στην επιστολή του Βενετού πλοιάρχου δε γίνεται καμιά συγκε­κριμένη αναφορά για την ύπαρξη πληθυσμού μέσα στο κάστρο. Αντί­θετα από την περιγραφή προκύπτει πως ο χώρος είναι ένα μεγάλο τουρκικό στρατόπεδο, με πολλές σκηνές και ισχυρή στρατιωτική δύ­ναμη έφιππων Τούρκων. Σημειώνεται όμως ότι ανάμεσα στους συλ­ληφθέντες Τούρκους βρίσκονταν ο σούμπασης (στρατιωτικός και πο­λιτικός διοικητής του σουμπασιλίκ, υποδιαίρεσης του σαντζακίου) και ένας πρόκριτος πλουσιώτατος, ονόματι Ισμαήλ μπέης.
[Κ. Μέρτζιου, Μνημεία Μακεδόνικης Ιστορίας, Θεσσαλονίκη 1974, σ. 25-27.]

Οκτώ χρόνια αργότερα, στα 1433, διατρέχει τη Μακεδονία, επιστρέφοντας δια ξηράς από τους Αγίους Τόπους, ο Γάλλος διπλω­μάτης Bertrandon de la Broquière. O περιηγητής σημειώνει ότι πέρα­σε από μία πόλη με το όνομα Mussi, που στο παρελθόν ήταν δυνατή, με καλή οχύρωση, αλλά τώρα είναι εντελώς κατεστραμμένη. Ένα μέρος από τα τείχη της έχει καταρρεύσει και είναι ακατοίκητη.
Πώς προκύπτει όμως η ταύτιση της Mussi με την Καβάλα; Απάντηση στο εύλογο ερώτημα δίνει ο εκδότης του έργου Ch. Schefer: Ο de la Broquière, διευκρινίζει, κατέγραψε μερικές φορές όχι το όνομα ενός τόπου, αλλά (σύμφωνα με τις πληροφορίες που του έδι­ναν) αυτό που σήμαινε το όνομα στην τουρκική γλώσσα. Qaval, συνε­χίζει, στα τουρκικά σημαίνει musette (flûte de berger), που είναι η γνωστή μας γκάιντα. Αν η εξήγηση αυτή ευσταθεί, τότε έχουμε μια διπλή χρήσιμη πληροφορία: για την εμφάνιση του τωρινού ονόματος της πόλης μας στις αρχές του 15ου αι. και για την τουρκική προέλευ­ση του.
[Bertrandon de la Broquière, Voyage d' outre mer et retour de Jérusalem en France par la voie de terre pendant le cours des années 1432et 1433 par —.publié par Legrand d'Aussy, Paris 1892, σ. 571]

H εικόνα της ερήμωσης και εγκατάλειψης αποτυπώνεται εμφα­ντικά στο οδοιπορικό του Gio. Maria Degli Angiolello, λοχαγού του ενετικού στρατού, τον οποίο ο Μωάμεθ ο κατακτητής συνέλαβε αιχμάλωτο στην Εύβοια (Ιούλ. 1470) και τον οδήγησε μαζί με πολλούς άλλους Ενετούς στην Κωνσταντινούπολη. Ο Angiolello κράτησε ημε­ρολόγιο, στο οποίο κατέγραψε τις εντυπώσεις του από τα μέρη που περνούσαν. Στις 16 Αυγούστου 1470 σημείωνε ότι πέρασαν από μια πλαγιά βουνού, που ονομάζεται Chavalla, η οποία είναι εστραμμένη προς την Θάλασσαν. Εδώ ευρίσκεται μία στενωπός, επί της οποίας υπάρχουν δύο ωραιότατα κάστρα, εν επί του βουνού και το άλλο παρά την θάλασσαν, και είναι και τα δύο ακατοίκητα. Αψευδής μαρ­τυρία γι' αυτό είναι και τα απομεινάρια από ωραιότατους κήπους με πολλά οπωροφόρα δένδρα, που φαίνεται πως υπήρχαν κάποτε στο χώρο μεταξύ των δύο κάστρων. Τώρα, σημειώνει ο Angiolello, εγήρασαν και δεν δίδουν πλέον καρπούς. Ο τόπος αποτελεί κρησφύγετο για «κουρσάρους» που επιτίθενται και ληστεύουν τους περα­στικούς.
Η μαρτυρία του Angiolello είναι πολύτιμη και για άλλο λόγο: είναι η πρώτη δυτικής προέλευσης πηγή που μας κάνει άμεσα γνωστό το όνομα Καβάλα, ως τοπωνύμιο της πλαγιάς του βουνού.
[Μέρτζιου, Μνημεία, σ.203.]


Στις αρχές του 16ου αιώνα ο Τούρκος ναυτικός και γεωγρά­φος Piri Reis πραγματοποίησε πολλά ταξίδια στη Μεσόγειο και το Αιγαίο. Καρπός των περιπλανήσεων του ήταν ένα έργο (Bahrije,1521) με πολλές παρατηρήσεις και αναλυτικούς χάρτες, που το αφιέρωσε στο σουλτάνο Σουλεϊμάν.
Ο Piri Reis επισκέφτηκε τη Θάσο (Tas Oz) και έγραψε για τα τρία κάστρα, τα λιμάνια, τα δάση, το ποτάμι και τις πολλές πηγές της. Έγραψε επίσης για την απέναντι ακτή: Πάνω σ' ένα στρογγυλό μέρος βρίσκεται, ένα ερειπωμένο κάστρο με το όνομα Hristupoli. Είναι ένας τόπος χωρίς λιμάνι. Αλλά ένα χρήσιμο λιμάνι σ' αυτές τις ακτές είναι η Δευτερούπολη. Η Δευτερούπολη είναι ένα ερειπωμένο κάστρο. Μπροστά απ' αυτό το κάστρο είναι ένα καλό λιμάνι, στο οποίο μπορεί να πλεύσει με άνεση μια βάρκα με πανιά. Το λιμάνι είναι ανάμεσα σε δυο βουνά αλλά τα μέρη είναι αδιάβατα. Στην περι­γραφή αναφέρεται η έρημη Χριστούπολις με τα τείχη της και η Ελευθερούπολις με το κάστρο της (ο χώρος της σημερινής Νέας Περάμου με το σωζόμενο φρούριο της βυζαντινής Ανακτορουπόλεως), παρα­δόξως όμως δε μνημονεύεται το νέο τουρκικό κάστρο της Καβάλας. Τα παραπάνω μέρη διατηρούν τα ελληνικά ονόματα τους, όπως και η Keremide (Κεραμωτή), Portamie (Ποταμιά), άλλα όμως αναφέρονται με περίεργα τοπωνύμια, π.χ. Ajy adasy (αρκουδονήσι) η Θασοπούλα, Gezire-i-haramy (κλεφτονήσι) το νησάκι των Κοινύρων κλπ.
[Paul Kahle, Piri Reis Bahrije. Das türkische Segelhandbuch für das Mittellandische Meer von Jahre 1521, τ.ΙΙ, Berlin - Leipzig 1926, σ. 17-22. Απόδοση στα ελληνικά: Piri Reis, Bahriye. Κατακτητική ναυσι­πλοΐα στο Αιγαίο (1521), εισαγ. Π. Χιδίρογλου, μετάφρ. - σχόλια Μ. Φαράντου, Αθήνα χ.χ., σ.61 -67]

Από τις μαρτυρίες των πρώτων επισκεπτών του 15ου αι., καθώς και από άλλες, επίσης δυτικής προέλευσης, πληροφορίες των αρχών του 16ου αι., φαίνεται να εξάγεται το ασφαλές συμπέρασμα ότι μετά το 1391 (ή τουλάχιστον το 1425) και μέχρι περίπου το 1520-1530 ο χώρος της σημερινής Καβάλας μένει έρημος, ακατοίκητος και εγκαταλελειμένος. Όμως αυτή η, ως τώρα κρατούσα, άποψη έρχεται σε αντίθεση με αναμφισβήτητης εγκυρότητας στοιχεία από δημοσιευ­μένες τουρκικές αρχειακές πηγές, από τα οποία συνάγεται με βεβαιό­τητα ότι από το 1450 μέχρι το 1520 η πόλη της Καβάλας κατοικείται και μάλιστα από πληθυσμό κατά το πλείστον ελληνικό.
Η πρώτη πληροφορία για την ίδρυση μιας νέας πόλης, της Κα­βάλας, προέρχεται από το Γάλλο γιατρό και φυσιοδίφη Pierre Belon, τη μεγάλη περιηγητική φυσιογνωμία του 16ου αιώνα. Ο Belon ταξίδε­ψε στην Ανατολή τρία ολόκληρα χρόνια, από το 1546 μέχρι το 1549, και συγκέντρωσε ένα πραγματικό θησαυρό πληροφοριών.
Την πόλη μας επισκέφτηκε κι έμεινε τρεις μέρες πιθανότατα το 1547, είκοσι δηλ. χρόνια μετά την επανίδρυση της, που με βάση δική του μαρτυρία χρονολογείται στα 1527 ή 1528. Κατά τον Belon, η Κα­βάλα συνοικίστηκε στη θέση της αρχαίας πόλης «Βουκέφαλα», που μετονομάστηκε έτσι από το Μ. Αλέξανδρο προς τιμή του αλόγου του, ενώ μέχρι τότε έφερε το όνομα Chalastrea (Χαλάστρα;)! Πρώτοι κά­τοικοι της νέας πόλης ήταν 500 Εβραίοι, τους οποίους μετέφεραν οι Τούρκοι από τη Βουδαπέστη και το Albaregal μετά τον ουγγροτουρκικό πόλεμο (προφανώς τη μάχη του Μοχάτς, 1526). Έτσι, παρότι δεν είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που ήταν έρημη και εντελώς κατεστραμμένη, όπως γράφει κατά λέξη, άρχι­σε να αναπτύσσεται και το 1547 ήταν ήδη, ση­μειώνει, ένας όμορφος πολυάνθρωπος οικι­σμός, αφού στους πρώ­τους Εβραίους κατοί­κους είχαν προστεθεί και Έλληνες από τις γύρω περιοχές και Τούρκοι. Η Καβάλα, ζωντανή πια σ' αυτήν την επίκαιρη θέση, είναι ένα από τα κλειδιά της Μακεδονίας. Ο Belon αναφέρε­ται εκτενώς και στα μεγάλα έργα που έγιναν στη νεόδμητη πόλη γύρω στα 1530 από τον «Abrahin», (Ιμπραήμ) πασά, βεζύρη του σουλ­τάνου Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς. Περι­γράφει το νέο περίβολο της πόλης, με τον οποίο επεκτάθηκαν τα όρια της (περίπου στη νότια πλευ­ρά της σημερινής κεντρι­κής πλατείας, την αρχή της οδού Ομονοίας και τις Καμάρες), τον «καρμπασαρά» (καρα-βάν-σεράι), δηλ. το μεγά­λο πανδοχείο που τον φιλοξένησε και τοποθε­τείται κάπου στη σημερι­νή πλατεία του Αγίου Νικολάου, το εντυπωσιακό Υδραγωγείο (Καμάρες), με το οποίο το πολύτιμο νερό έφτανε σε κάθε σημείο της πόλης, δίνοντας της ζωή, τα λουτρά και το μου­σουλμανικό τέμενος Imbraim pascha dzamisi, το οποίο τέσσερις αιώ­νες αργότερα μετατράπηκε σε εκκλησία (του Αγίου Νικολάου). Πε­ριγράφει επίσης το επιβλητικό βυζαντινό τείχισμα με τους πύργους του, που διατηρείται ακόμη σε πολύ καλή κατάσταση, και το λιμάνι της πόλης: είναι μεγάλο αλλά ευπρόσβλητο στην τρικυμία, γι' αυτό συχνά τραβούν τα πλοία και τις βάρκες στην ξηρά.
Ιδιαίτερη σημασία έχουν όμως και οι εθνολογικές παρατηρήσεις του Belon: Σ όλες τις πόλεις της ανατολικής Μακεδονίας επι­κρατούσε ακόμη ο παλιός ελληνικός πληθυσμός και οι κάτοικοι τους μιλούσαν την ελληνική γλώσσα, εκτός βέβαια από τους Εβραίους που μιλούσαν ισπανικά και γερμανικά. Μόνο έξω από τις Σέρρες οι χω­ρικοί χρησιμοποιούσαν παράλληλα με την ελληνική και τη σερβική γλώσσα.
[P. Belon, Les observations de plusieurs singularitez et choses mémorables, trouvées en Grèce, Asie, Judée, Egypte, Arabie, et autres pays estranges, rédigées en trois livres, Paris 1553, σ.56-61α. Σε άλλες εκδόσεις: Paris 1554, σ.54 κ.ε., 1588, σ. 123 κ.ε., 1638, σ. 128 κ.ε.]


Το 1591 μια ενετική αποστολή υπό τον πρεσβευτή Lorenzo Bernardo ξεκινά από τη Βενετία και κατευθύνεται δια ξηράς στην Κωνσταντινούπολη. Τις λεπτομέρειες του ταξιδιού αυτού κατέγραψε σε ημερολόγιο ο γραμματέας του, Gabrielle Cavazza. «Από το απόσπασμα που αναφέρεται στην περιοχή μας, όπου έφτασε η αποστολή στις 4 Ιουνίου, τρία σημεία παρουσιάζουν σημα­ντικό ενδιαφέρον:
Το πρώτο είναι η περιγραφή του «τειχίσματος» της Χριστουπόλεως, που κτίστηκε στις αρχές του 14ου αιώνα από τον Ανδρόνικο Β' τον Παλαιολόγο κι εκτεινόταν από τη βόρεια πλευρά των τειχών της πόλης (τις Καμάρες) μέχρι την κορυφή του απένα­ντι υψώματος (το παλιό Σανατόριο), όπου συναντούσε τέσσερις με­μονωμένους πύργους. Επί τον βουνού, σημειώνει ο Cavazza, διακρίνονται μερικοί πύργοι και εν παραπέτασμα τοιχοδομίας, περί ων λέγεται ότι είναι τα υπολείμματα της παλαιάς πόλεως που ήτο εκεί. Είναι εμφανείς οι αλλαγές που έχουν συντελεστεί: Το τείχος που περιέγραψαν με θαυμασμό ο Angiolello το 1470 και ο Belon το 1547 και το οποίο σωζόταν σχεδόν ακέραιο στα χρόνια του δευτέρου, έχει αρχίσει μισόν αιώνα αργότερα να καταστρέφεται. Τα λείψανα της βυζαντινής Καβάλας αρχίζουν να σβήνουν.
Το δεύτερο ενδιαφέρον σημείο είναι η αναφορά στο ναυπηγείο της πόλης, όπου κατασκευάζονταν μεγάλες γαλέρες. Η τοποθέτηση του στο πιο βαθύ μέρος της κοιλάδας, δίπλα στις Καμάρες, δεν αφή­νει αμφιβολία ότι το σημερινό καρνάγιο συνεχίζει στον ίδιο χώρο μια παράδοση 400 τουλάχιστον χρόνων.
Το τρίτο είναι η σημείωση του Cavazza ότι στο ναυπηγείο (και συγκεκριμένα για την κατασκευή της γαλέρας του μπέη της Καβάλας) εργάζονταν μερικοί Έλληνες ιερείς. Η λεπτομέρεια αυτή υποδηλώνει πιθανότατα τη μείωση του χριστιανικού πληθυσμού, φυσική συνέπεια της οποίας θα ήταν η αδυναμία των ολιγάριθμων πλέον χριστια­νών να συντηρήσουν τους ιερείς τους. Αν η εικασία αυτή είναι βάσι­μη, τότε λογικό είναι και το συμπέρασμα ότι η μείωση του αριθμού των χριστιανών κατοίκων (οι οποίοι, όπως προαναφέρθηκε, 70 χρό­νια πριν αποτελούσαν πλειονότητα στην πόλη της Καβάλας) οφείλε­ται είτε σε φυγή προς άλλους τόπους, είτε, το πιθανότερο, σε εξισλαμισμούς, εκούσιους ή ακούσιους.
[Gabrielle Cavazza, Viaggio di un ambasdatore Veneziano da Venezia a Constantinopoli nel 1591, Venezia 1886, σ.57-58. Απόδοση στα ελληνικά, Κ. Μέρτζιου, Μνημεία, σ. 138-139.]

( απόσπασμα από εργασία του Κυριάκου Λυκουρίνου δημοσιευμένη στο Περιοδικό ΥΠΟΣΤΕΓΟ του Συνδέσμου Φίλων Γραμμάτων και Τεχνών Καβάλας, τεύχος 8-9 )

Οδοιπορικό 1873 στην Καβάλα.

Η ζωή και η κίνηση στο “πολυεθνικό λιμάνι” της Καβάλας. — Μια λογοτεχνική περιγραφή ενός ταξιδιού το 1873 του Franz von Loher.

O Franz von Loher (1818-1892) είναι ο τύπος του Γερμανού εγκυκλοπαιδιστή, πανεπιστημιακού καθηγητή, φιλελεύθερου πολιτικού και globe-trotteur του 19ου αιώνα. Διάσημος νομομαθής της εποχής του (κυρίως του πρωσικού δικαίου), διακρίθηκε στους αγώνες του το 1848 για μια φιλελεύθερη πολιτική, μπήκε φυλακή και όταν βγήκε έγινε ο εκλεκτός των φοιτητών στα πανεπιστήμια της Γοτίγγης και του Μονάχου. Επισκέφθηκε σε πολύμηνα ταξίδια την Αγγλία, την Αμερική και τον Καναδά και περιέγραψε τις χώρες αυτές και άλλες σε διεξοδικά βιβλία που προσέχτηκαν και διαβάστηκαν πολύ στην εποχή τους και αργότερα. Όταν ο άτυχος όσο και φιλόμουσος βασιλιάς της Βαυαρίας Λουδοβίκος B' είχε εκδηλώσει την επιθυμία να παραιτηθεί από το θρόνο του και να ζήσει την υπόλοιπη ζωή του μακριά από τη Γερμανία, πήρε ο ήδη βαρόνος Λέχερ την απόρρητη εντολή από τον μονάρχη να του βρει ένα τόπο αυτοεξορίας όπου δεν θα τον ενοχλούσαν οι αρχές και οι άνθρωποι. Έτσι επισκέφθηκε ο αεικίνητος λόγιος ταξιδιώτης τα νησιά του Αιγαίου, την Κρήτη και την Κύπρο. Τρία βιβλία είναι το αποτέλεσμα της περιήγησης αυτής στον ελληνικό χώρο: “Ταξίδια στις ελληνικές ακτές”, 1876, “Ακτές της Κρήτης”, 1877, και “Κύπρος - φύση -τοπίο - λαός και ιστορία”, 1878.
Στό πρόσωπο του πολυφορτωμένου με αξιώματα και επαγγελματικές απασχολήσεις νομικού και ευνοουμένου του βασιλέα της Βαυαρίας, έχουμε το σπάνιο όσο και ευτυχή εκείνο συνδυασμό της επιστημονικής παρατηρητικότητας και της καλλιτεχνικής, σχεδόν ποιητικής ευαισθησίας. Ό Λέχερ δεν είναι ο τύπος του Γερμανού κλασικού φιλολόγου ή αρχαιολόγου (ήταν άλλωστε νομικός) που με σύστημα και εμβρίθεια θα ερευνήσει, θα σκάψει, θα επιμείνει σε μια λεπτομέρεια για να εκδώσει κατόπιν ένα περισπούδαστο βιβλίο. Ούτε η ειδικότητα ούτε ο στόχος του ήταν αυτό. Είναι ο καλλιτέχνης περιηγητής, ο αισθαντικός, αυτός που διαμορφώνει την εντύπωση αισθητικά, ο λογοτέχνης του φευγαλέου και του εφήμερου. Η δύναμη του είναι η περιγραφή: των ανθρώπινων τύπων, των ηθών και των καταστάσεων. Δεν θα μάθουμε πολλά ή πολύ νέα πράγματα για την ιστορική τοπογραφία των πόλεων και των νησιών, αλλά αυτά που θα μας πει δεν θα τα ξεχάσουμε εύκολα. Είναι στυλίστας με την αίσθηση του πραγματικού, η δομή της νομικής του σκέψης τον κρατάει μακριά από τα παράξενα μονοπάτια των μονόλυκων της καθαρής λογοτεχνίας. Διδάσκει χωρίς να είναι δάσκαλος και ευαισθητοποιεί τον αναγνώστη χωρίς να είναι ποιητής.
To άρθρο που ακολουθεί είναι ένα δείγμα της γραφής του, και έχει το πρόσθετο προνόμιο να αφορά μια μακεδονική πόλη στην οποία σπάνια σταματούν οι Ευρωπαίοι ταξιδιώτες για να την περιγράψουν — την Καβάλα. Η οποία ανήκει στην κατηγορία εκείνη των πόλεων που μια άλλη της κλέβει πάντοτε την παράσταση. Ο Πειραιάς είναι καταδικασμένος να ζει στη σκιά της Αθήνας και η αρχοντική Σύρα να ζει από τα ψίχουλα της νεόπλουτης όσο και αδιάντροπης Μυκόνου. Στην ταξιδιωτική φιλολογία του 19ου αιώνα η Καβάλα υπάρχει σαν κατώφλι για τη Θάσο και τη Σαμοθράκη. Από την Καβάλα ξεκινούν οι ταξιδιώτες και ανυπομονούν να φθάσουν στα δυο νησιά. Στο άρθρο αυτό που περιγράφει την Καβάλα του 1873 (παρμένο από το βιβλίο του Λέχερ “Ταξίδια στις ελληνικές ακτές”, 1876) γράφει ο Franz von Loher:

Στην Καβάλα
“Αμέσως μετά το μεσημέρι είμαστε μπροστά από την Καβάλα πού βρίσκεται απέναντι από τη Θάσο. Τα νησιά είχαν τυλιχθεί τώρα στους γκρίζους πέπλους της ομίχλης και της βροχής, αλλά οι χέρσες ακτές διατηρούσαν ακόμη τη λαμπερή τους διαύγεια. Γαντζωμένη στο βράχο της πάνω από τη θάλασσα παρουσιαζόταν τώρα η πόλη με την ακρόπολη της, γεμάτη σημασία και χάρη, ενώ τα βουνά από πίσω: μια απαίσια πέτρινη έρημος.
Σ' αυτήν την πόλη ήθελα να βρω και να εξοπλίσω ένα μικρό καράβι για το ταξίδι μας στα νησιά, κι έναν δραγουμάνο που θα ‘κανε το διερμηνέα, το μάγειρα και τον υπηρέτη. Η Καβάλα έχει ζωηρή εμπορική κίνηση γιατί είναι εξαγωγικός λιμένας των καλύτερων τούρκικων καπνών. To φυτό αυτό ευδοκιμεί εδώ και στο γειτονικό Γενιτσέ σε βαθμό αφάνταστο. Ήδη οι Γενοβέζοι είχαν εγκαταστήσει στην Καβάλα έναν κεντρικό εμπορικό σταθμό.
Αποβιβαστήκαμε κι έπρεπε να βαδίσουμε μέσα από παχύ στρώμα άμμου που απλωνόταν σ' όλο το πλάτος της ακρογιαλιάς. Και ξαφνικά βλέπουμε μπροστά μας ένα ολόκληρο κοπάδι από γυμνά παιδιά τσιγγάνων να κουλουριάζεται στη γη, και βλάχους χωρικούς με πρόβατα για πούλημα και βουλγάρους αχθοφόρους να σπρώχνουν τις βάρκες τους και να σπρώχνουνται οι ίδιοι για ν' ανεβούν με τα εμπορεύματα τους στα καράβια. O μισός πληθυσμός των ανδρών βρισκόταν ασφαλώς στο λιμάνι, ενώ οι σοβαροί γενειοφόροι Τούρκοι κάθονταν με τα μακριά τους τσιμπούκια στο στόμα μπροστά από τα καφενεδάκια.
To καράβι μας που ήταν της εταιρίας Λόϋδ και πήγαινε για τη Θεσσαλονίκη και την Ελλάδα, διασταυρώθηκε μ' ένα ατμόπλοιο που ερχόταν από κει και πήγαινε στην Κωνσταντινούπολη. Τα πλοία συναντιούνται κάθε 14 μέρες στην Καβάλα, οπότε αρχίζουν οι πάντες να πηγαινοέρχονται για να τελειώνουν με τα εμπόρια τους, κι όταν τα πλοία έχουν φύγει απλώνεται και πάλι πάνω από την πόλη η μολυβένια σιωπή που βαραίνει εδώ κι αιώνες αυτά τα χώματα.
Κι ενώ τα πλοία που φύγαν φαίνονται ακόμη στον ορίζοντα, προβάρουν κι όλας οι κυρίες τα νέα τους στολίδια. Γιατί, αδιάφορο αν κατοικούν πολλές ή λίγες “κυρίες” στην Καβάλα, όλες διϋσχυρίζονται πως τα φορέματα τους έρχονται κατευθείαν από τα Παρίσια. To ίδιο συμβαίνει παντού στην Ανατολή. Ένας οικογενειάρχης μου παραπονιόταν με πικρά λόγια για τα τεράστια ποσά που του κόστιζαν τα λούσα της γυναίκας και των θυγατέρων του. Παρ' όλα αυτά η ζωή τους είναι φτωχή σε διασκεδάσεις κι ελεύθερο χρόνο — στο μυαλό τους δεν έχουν τίποτ' άλλο, χρόνος βγαίνει - χρόνος μπαίνει, παρά τα μεταξένια φορέματα και τα μακιγιαρισμένα προσωπάκια των εφευρετικών Γαλλίδων.

Περιήγηση της Καβάλας
Επειδή κείνη τη μέρα ήταν αδύνατο να σκεφθούμε τη διαπραγμάτευση καραβιού, αποφασίσαμε να δούμε λίγο την πόλη. Εκείνο που χτυπάει πρώτα απ' όλα στο μάτι είναι το υδραγωγείο των Γενουατών — τρεις σειρές τόξων η μια πάνω απ' την άλλη, πράγματι ένα επιβλητικό έργο. Εκεί πού εκτείνονται οι σειρές των εμπορικών καταστημάτων, σκεπάζεται ο δρόμος από πράσινα κληματόφυλλα που δημιουργούν μια ευχάριστη όψη. Στην αυλή του τζαμιού βρίσκεται ακόμη μια μισή (αρχαία) κολώνα κι ένα πέτρινο πηγάδι απ' την εποχή των Γενουατών. Ολόκληρη η αυλή σκιάζεται από ένα θαυμάσιο γιγαντιαίο πλατάνι που τον κορμό του δύσκολα μπορούν να τον ζώσουν δώδεκα άνδρες. Η σκιερή πλατεία δημιουργεί μια οικειότητα, όπως είχα συχνά την ευκαιρία να διαπιστώσω όταν βρισκόμουν σε αυλές τζαμιών. Έξω όμως τα πάντα είναι ακόμη βουτηγμένα στην παραδοσιακή ακαθαρσία των τούρκικων δρόμων, των σπιτιών και των ψυχών.
Όταν ανεβαίναμε με κόπο στην άνω πόλη μέσα από τους στενούς κακοτράχαλους δρόμους, μας συνάντησαν μερικές γυναίκες που σούρνανε τα βήματα τους “τα ζώα μου αργά”, με τις στραβοπατημένες τους παντούφλες, κουκουλωμένες τόσο άγαρμπα σ' όλο το σώμα που αμέσως διαπίστωνε κανείς πως σε μερικά χαρέμια της Καβάλας δεν είχε εισχωρήσει ακόμη ούτε μια αχτίδα φράγκικου διαφωτισμού. Μια κρεολή που μας είχε γυρίσει την πλάτη, άρχισε να φωνάζει δυνατά μόλις μας είδε ξαφνικά, σκεπάζοντας το πρόσωπο της σαν μαινόμενη με όλα της τα ρούχα. Μια πέτρα που μας πέταξαν υπόδειξε σε μας τους γκιαούρηδες να είμαστε πιο προσεκτικοί. Λένε πως ή Καβάλα αυτή εξακολουθεί να είναι ακόμη μια πραγματική φωλιά παλαιο-τουρκικού φανατισμού.
Στο πιο ψηλό σημείο της πόλης υπάρχουν οι εγκαταστάσεις ενός στρατώνα με πλήρωμα 44 άνδρες που φυλάνε μερικά παλιά σιδερένια κανόνια. Όταν φθάσαμε εδώ σ' ένα σημείο με ελεύθερο ορίζοντα όπου το βλέμμα έπεφτε στον περιζωσμένο όρμο κι από πίσω στην πέτρινη έρημο, φώναξε αυθόρμητα ο καθένας μας: “Τόρμπολε, Τόρμπολε!”. Τόσο πολύ έμοιαζε η περιοχή στον ειδυλλιακό εκείνο τόπο της ιταλικής λίμνης Garda, οπού είχαμε ζήσει, ακριβώς το περασμένο φθινόπωρο, μαζί με τα παιδιά μας μερικές ωραίες εβδομάδες. Μόνο που εδώ το γαλάζιο τ' ουρανού και της θάλασσας φαινόταν πολύ πιο λαμπερό. Αυτό όμως που έλειπε ολότελα ήταν το πράσινο των αμπελιών και των οπωροφόρων κήπων και το ήμερο γλυκό λαμπύρισμα των λιόδεντρων.”

( Από το βιβλίο του καθηγητή του Πανεπιστημίου της Βιέννης Π. Κ Ενεπεκίδη “ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ 1798 – 1912” )
(Η φωτογραφία από το ΙΜΑΡΕΤ είναι του Γ. Βουλουτίδη)