Translate

"Ο Κόκκινος"

Τσιρίδη Κων/νου
Γεννήθηκα στην Κατοχή. Από τότε που άρχισα να θυμάμαι τον κόσμο, θυμάμαι και τον Κόκκινο. Το "Κόκκινος" ήταν το παρατσούκλι του, το όνομά του, όπως οι πιο πολλοί, δεν το 'μαθα ποτέ. Ήταν όμως όνομα και πράγμα, ένας κοντόχοντρος ξανθός, γαλανομάτης, κατακόκκινος πενηνταπεντάρης. Η δουλειά του ήταν γυρολόγος κι η πραμάτεια του παράξενη κι ετερόκλητη, το μέσο μετακίνησης του τα πόδια του και μαγαζί του, το κορμί του. Φορούσε στην πλάτη του ένα ιδιόμορφο σαμάρι σαν αρχαλίκι, με πολλές ξύλινες προεξοχές, μέσα στις οποίες περνούσε μερικά απ' τα αντικείμενα που πουλούσε. Αυτά πάλι, τα μετέβαλε σε στηρίγματα άλλων αντικειμένων και τ' άλλα των άλλων και πάει λέγοντας. Έτσι, πάνω στα στενά ανηφορικά καλντερίμια των λαϊκών συνοικιών της Καβάλας, συναντούσες ένα ογκώδες αυτοκινούμενο καταστηματαρχο-κατάστημα, να διαλαλεί με μιαν ανάσα μονοκοπανιά:
- Ο καλαϊτζής... κρεμαστάρια... πλαστήρια... κόσκινα... σκούπες... σκουπάκια... μανταλάκια... ρόγια... ξεσκονιστήρια... και φρέεεσκα κουλούρια...
Τα κουλούρια, τα είχε περασμένα σ' ένα πλαστήρι, όπως οι πανηγυρτζήδες τους κρίκους, στη βέργα που ρίχναμε στα μπουκάλια με τα ποτά και, προφέροντας τα με τα ξεσκονιστήρια, έκανε ομοιοκαταληξία.
Τα χρόνια ήταν δύσκολα κι η φτώχεια γενική κι οδυνηρή. Ο έρμος ο Κόκκινος, γύρναγε όλη μέρα κατάκοπος και καταϊδρωμένος στ' ατέλειωτα καλντερίμια με τους παραλληλεπίπεδους γρανιτόλιθους, σέρνοντας και διαλαλώντας το φορτίο του. Του ήταν πράγματι δυσβάσταχτο, ιδιαίτερα το καλοκαίρι που, μπαϊλντισμένος αγκομαχούσε στις ανηφοριές. Όμως, όπως έμοιαζε με μετακινούμενο τενεκετζίδικο, είχε γίνει ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς τύπους της Καβάλας. Όπως ήταν ροδοκόκκινος και φορτωμένος, έμοιαζε με παράξενο και απόκοσμο πλάσμα. Οι μανάδες που 'θελαν να φοβίσουν τα άτακτα μικρά τους, τ' απειλούσαν αγριεύοντας τα:
- Βρε βρωμόσκυλο, -θα κάτσεις καλά... για 'θα σε δώσω στον Κόκκινο...
Τα χρόνια πέρασαν, εμείς μεγαλώσαμε κι ο Κόκκινος, διαλαλώντας την πραμάτεια του στις γειτονιές, γέρασε. Έγινε ένα συμπαθητικό ασπροκόκκινο γεροντάκι. Τα γαλανά του μάτια ξεθώριασαν κι η φωνή του έγινε τρεμουλιάρα κι αχνή. Η σερμαγιά του, όσο πήγαινε και λιγόστευε. Δε το μπορούσε πια το βάρος, όμως δεν είχε άλλη επιλογή. Αυτός ήταν ο μόνος τρόπος βιοπορισμού του, η μοναδική δουλειά που γνώριζε. Σύνταξη τότε ακόμη δεν υπήρχε, ούτε και κομπόδεμα διέθετε. Ήταν φτωχός. Οι πιο πολλοί αρχίσαμε να τον κοιτάμε κλεφτά με σημασία, το βλέπαμε πως δεν θα μπορούσε να κρατήσει για πολύ.
Η τρελή μας παρέα ήταν πια στην εβδόμη τάξη του Γυμνασίου Αρρένων, όταν ακούστηκε το γεγονός. Βούιξε ολόκληρη η Καβάλα, ο Κόκκινος πέθανε. Η είδηση μας βρήκε στο διάλειμμα. Είπαμε όλοι, ό,τι καλό είχαμε να θυμηθούμε για το νεκρό, κάποια στιγμιότυπα απ' τα παιδικά μας χρόνια και, τελικά ομόφωνα, τ' αποφασίσαμε να τον συνοδεύσουμε στην τελευταία του κατοικία. Αυτό όμως που είδαμε δεν το περιμέναμε. Στην κηδεία του, που ήταν φτωχική, έγινε κοσμοσυρροή, όλη η Καβάλα ήταν εκεί. Πλούσιοι, φτωχοί, επώνυμοι και μη, μικροί και μεγάλοι, μαζεύτηκαν όλοι να τον τιμήσουν. Όλοι, από τα παιδικά τους χρόνια θεωρούσαν τον Κόκκινο σα μια φιγούρα τραγική και μοναδική που, ανήκοντας στην πόλη, ανήκε λιγάκι και σ' αυτούς. Τον θεωρούσαμε όλοι μας και λίγο δικό μας άνθρίοπο. Ο αυλόγυρος του Αϊ-Γιώργη είχε γεμίσει ασφυκτικά. Η εκκλησία, που ήταν απέριττη, χωμένη μέσα στους χωματόδρομους και τα καπνομάγαζα, περιτριγυρισμένη απ' το παζάρι και τις παράγκες, βρήκε τις δόξες της, αφού, παρ' όλο που ήταν στο κέντρο της πόλης, ήταν η εκκλησία της φτωχοσυνοικίας που, χαρακτηριστικά ονομάζαμε, τα γύφτικα. Ο χώρος είχε πια κατακλυσθεί κι ο κόσμος έφτανε μέχρι την κλινική του Ψύχου. Τα στεφάνια και τα λουλούδια έγιναν σωρός. Στη νεκρώσιμη ακολουθία υπήρξε πραγματική κατάνυξη. Οι λίγοι στενοί συγγενείς του έδειξαν σπαραγμό και εμείς, όλο και κάτι θυμηθήκαμε ο καθένας, να πει για το νεκρό.
Μόλις τέλειωσε η ακολουθία, έφτασαν τα κοράκια. Έξι φρακοφορεμένοι ατσούμπαλοι, ταλαίπωροι πεθαμενατζήδες, με τσαλακωμένα ρούχα και ξεχαρβαλωμένα παπούτσια, σήκωσαν την κάσα και κατευθύνθηκαν προς τη νεκροφόρα, που περίμενε το τραγικό της φορτίο έξω απ' τον αυλόγυρο της εκκλησίας, μ' ένα λιτό, ασκάλιστο, ξύλινο καπάκι και ξύλινο σταυρό. Βγαίνοντας απ' την εκκλησία, τους χάιδεψε το γλυκό ανοιξιάτικο αεράκι και τους αναζωογόνησε, αφού μέσα στην εκκλησία είχαν νυστάξει, που τους είχε χτυπήσει η κλεισούρα κι οι αναθυμιάσεις απ' τα κεριά και τα λιβάνια. Μπροστά - μπροστά κουβαλούσαν την κάσα με τη σωρό, ο Αντωνάκης ο Τακατάκας κι ο Γιώργος ο Πεθαμενατζής, ένας ψηλός φαφούτης ονειροπόλος, που ' παίζε τη λατέρνα του πετεινού σφυρίζοντας στους δρόμους. Ήταν κι οι δυο απ' τους πιο χαρακτηριστικούς τύπους της πόλης και συμπλήρωναν το σκηνικό εκείνης της αλησμόνητης κηδείας. Το μαγιάτικο όμως αεράκι έκανε το θαύμα του. Οι εποχές τότε ξεχώριζαν και το μπουγάζι το 'τσουξε λίγο κι αναρρίγησαν. Είχαν πια πλησιάσει τη νεκροφόρα, όταν τρομακτική, γεμάτη ξάφνιασμα και φρίκη ακούστηκε η σπαρακτική φωνή του Τακατάκα: Α... ά.... βοήθειααα... βοήθεια... Σχεδόν ταυτόχρονα τον ακολούθησαν κι οι άλλοι πέντε πεθαμενατζήδες. Όλοι μαζί κραυγάζοντας, παράτησαν την κάσα με τον Κόκκινο που 'σκασε με γδούπο στο χώμα και το 'βαλαν στα πόδια, όπου φύγει-φύγει. Και τότε άλλο ξαφνικό: Ο Κόκκινος άρχισε σιγά-σιγά να κουνιέται και ν' ανασηκώνεται... Η χήρα λιποθύμισε κι έγινε αυτό που δεν ξανάγινε. Πεντέξι γυναίκες πέσανε λιπόθυμες γύρω απ' τη χήρα κι όλες μαζί γύρω απ' την κάσα με τον Κόκκινο, που τις κοιτούσε μ' απορία. Οι υστερικές κραυγές των γυναικών και των παιδιών δημιούργησαν πανδαιμόνιο. Έγινε θρήνος, τρόμος και κοπετός. Γύρισα και πρόσεξα δίπλα μου τον φίλο μου, ήταν κίτρινος σα το φλουρί και κανείς μας δεν ήταν καλύτερος. Αρχίσαμε σιγά-σιγά να πισωπατάμε. Ο Κόκκινος, καλοκάθησε στον κώλο του κι απορημένος κι αμίλητος, άρχισε να κοιτά γύρω του, τρομαγμένος και σαστισμένος, προσπαθώντας να καταλάβει τι του συμβαίνει. Οι αντιδράσεις του κόσμου ήσαν διαφορετικές. Αλλοι φώναζαν, φάντασμα... φάντασμα... και το 'βαζαν στα πόδια κι άλλοι πάλι, θαύμα... θαύμα... κι άρχιζαν δειλά-δειλά να πλησιάζουν. Εμείς, οι μισό-μορφωμένοι εκείνου του καιρού, μείναμε καθηλωμένοι, μη ξέροντας τι να κάνουμε και τι να πιστέψουμε.
Από την τρομάρα και την αμηχανία, μας έβγαλε η αδρή και πειστική φωνή ενός πραγματικού γιατρού, ιδεολόγου κι άξιου σεβασμού.
- Νεκροφάνεια... νεκροφάνεια.·, μη φοβάστε είναι φυσικό φαινόμενο... μη φοβάστε... μη φεύγετε μη...
Είχε περάσει ένα σχεδόν λεπτό από την πρώτη κραυγή του Τακατάκα. Γύρω απ' τον κατασαστισμένο κι ανήμπορο Κόκκινο, είχαμε πια μείνει καμμιά εικοσαριά άτομα κι αυτός κωλοκάθονταν στο τσακισμένο κιβούρι του και μας κοιτούσε κατάπληκτος που ακούγαμε καθηλωμένοι τις εξηγήσεις του γιατρού. Μαζί μας στο έδαφος και οι πεντέξι λιπόθυμες γυναίκες. Σε λίγο, κάποιοι φίλοι του απ' την οδό Αμύντα, ήρθαν και τον μάζεψαν, προσπαθώντας απελπισμένα να του εξηγήσουν τι του είχε επί τέλους συμβεί.
Η κηδεία τελείωσε άδοξα και μακάβρια, όλοι είχαν πλέον σκορπίσει και πήραν μαζί τους και τον Κόκκινο, για μια νέα ζωή.
Έζησε ακόμη οκτώ μήνες. Δεν τους χάρηκε. Ήταν οι χειρότεροι της ζωής του. Όλοι, ακόμη και οι πιο στενοί του φίλοι, άλλος λίγο, άλλος πολύ, τον απέφευγαν, τον κοιτούσαν με καχυποψία. Κάποιοι άρχισαν να τον φωνάζουν Λάζαρο. Τα παιδιά λάκιζαν από γύρο του τρομαγμένα, φωνάζοντας, ο πεθαμένος... ο πεθαμένος...
Τη φορά αυτή πέθανε στ' αλήθεια. Στην κηδεία του παραβρέθηκαν πολύ λίγοι, μόνον όσοι το διακινδύνευσαν... Ο Κόκκινος όμως, δίχως ποτέ του να το μάθει ή να το επιδιώξει, προσέφερε στη δεύτερη πατρίδα του, την Καβάλα των εξήντα πέντε χιλιάδων κατοίκων, μιαν υπηρεσία. Εκεί, στα 1958, δεν υπήρχε ούτε ένας που να μη γνωρίζει επιστημονικά, τι σημαίνει νεκροφάνεια.

"Επεισόδιο"

Μάρκογλου Πρόδρομου

Το σπίτι ήταν ανάμεσα στο καρβουνάδικο και στη γωνιά της στενής γέφυρας πάνω από το χείμαρο που κατεβαίνει από τους βορεινούς λόφους της πόλης. Σπίτι ξύλινο, σε καλή κατάσταση, δίπατο, από τον καιρό της Τουρκίας. Σφαλισμένα τα παντζούρια. Ενα πεύκο πίσω από το σπίτι και ένα λιγνό πλατάνι, που έβγαινε μέσα από το ρέμα, ρίχναν τον ίσκιο τους πάνω στα κεραμίδια καθώς το φεγγάρι, σχεδόν γεμάτο, φώτιζε απέναντι από το σπίτι, στην άλλη όχθη, καπναποθήκες.
Ένα παλιό Μερσεντές ήρθε από τον δρόμο του Αγίου Παύλου. Κατέβηκαν τρεις. Στάθηκαν για λίγο στη γωνιά απέναντι από το σπίτι, μετά ο ένας πήγε και στάθηκε στη γωνιά του καρβουνάδικου κι ύστερα από νόημα των άλλων πέρασε από ένα διπλανό τοίχο και πήγε πίσω από το σπίτι. Το σπίτι κατάκλειστο φάνταζε έρημο. Ο άλλος έφτασε στη γέφυρα, στάθηκε στη γωνιά της καπναποθήκης πάνω από το ρέμα. Αυτός που έμεινε κοίταζε επίμονα το σπίτι, από το δρόμο που πάει για τον Προφήτη Ηλία πέρασαν άνθρωποι, αυτός γύρισε την πλάτη του κι έκανε πως κάτι ψάχνει στο αυτοκίνητο. Ο άλλος του έκανε νόημα πως ο πρώτος είχε τη θέση του πίσω από το σπίτι. Τότε με αργά βήματα προχώρησε, στο χέρι κρατούσε περίστροφο. Το φεγγάρι στον ουρανό λιωμένος ασβέστης. Χτύπησε το επιθύριο χεράκι της πόρτας και έκανε λίγο πίσω, καμμιά κίνηση μέσα στο σπίτι, χτύπησε με κλωτσιά αυτή τη φορά την πόρτα, ψυχή, απομακρύνθηκε λίγο και ξαναχτύπησε πάλι με κλωτσιά πιο δυνατά αυτή τη φορά. Η πόρτα ήταν έτοιμη να γκρεμίσει, όταν φάνηκε στο βάθος, από το παράθυρο της πόρτας, ένα αμυδρό φως, αλλά την ίδια στιγμή αυτός που στέκονταν στη γωνιά του καπνομάγαζου φώναξε "πήδηξε στο ρέμα". Κάποιος από ένα μικρό χαμηλό παράθυρο του σπιτιού πήδηξε με ορμή στα νερά και τα σκουπίδια. Αμέσως αυτός που φώναξε πιάστηκε από τα σιδερένια κάγκελα της γέφυρας κι άρχισε να κατεβαίνει στο ρέμα. Ο κυνηγημένος ήδη έτρεχε γρήγορα πατώντας σε μέρη που θα 'πρεπε να γνώριζε καλά. Ο άλλος που ήταν στο πίσω μέρος του σπιτιού, περνώντας ένα τοιχάκι, μπήκε στο ρέμα. Αυτός που χτυπούσε θέλοντας να παραβιάσει την πόρτα μόλις άκουσε πως κάποιος πήδηξε στο ρέμα, έτρεξε στην άλλη πλευρά της γέφυρας, προσπαθούσε να δει τι γίνεται, φωνάζοντας "σταματήστε τον". Στο άσπρο φως φαίνονταν καθαρά ο άνθρωπος που έτρεχε μέσ' στο ρέμα, "γαμημένε θα πεθάνεις" φώναξε και πυροβόλησε από τη γέφυρα. Ο κυνηγημένος εξακολουθούσε να τρέχει. Κάτω από τη γέφυρα φάνηκαν τώρα οι δικοί του, αυτός από τη γέφυρα πέρασε στο διπλανό δρομάκι, μέσα από κάτι ροδιές, τρέχοντας να τον προλάβει σε μια άλλη γέφυρα λίγο πιο κάτω, δίπλα στον παλιό καμένο κινηματογράφο ΠΑΤΕ. Ο κυνηγημένος έτρεχε με δύναμη, πίσω του άκουγε τους άλλους και έναν ακόμη πυροβολισμό, έπρεπε κάπου να χωθεί, έτρεχε κι έπρεπε να πάρει μιαν απόφαση, τα πόδια του γυμνά δε θα τον βοηθούσαν για πολύ ακόμη, μέσα σε σκουπίδια και χαλίκια και ντενεκέδες, όμως δεν είχε πολλές επιλογές, ή θ' ανέβαινε έξω από το ρέμα από κάτι πέτρινα σκαλοπάτια στον κήπο της ταβέρνας του Ανθήλαου, στη γέφυρα απέναντι από τον ΠΑΤΕ ή παρά κάτω, αλλά μακριά, κοντά στα μπορτέλα. Του έμενε η πρώτη έξοδος. Ο άλλος, που έκοψε δρόμο μέσ' από τις ροδιές, έφτασε στη γέφυρα την ώρα που αυτός βρίσκονταν ήδη στην κορυφή της σκάλας, μακριά έρχονταν τρέχοντας μέσα στο ρέμα οι άλλοι, πυροβόλησε, αυτός που ήταν στη σκάλα χάθηκε πίσω από κάτι δέντρα του κήπου. Ο άλλος που πυροβόλησε έτρεξε στην ταβέρνα, μπήκε μέσα και πέρασε στην πίσω πλευρά, άνοιξε την τζαμωτή πόρτα του βάθους και βγήκε στον κήπο. Ο ταβερνιάρης και κανα - δυό πελάτες πάγωσαν με την παρουσία του Χίτη. Τον βρήκε πεσμένο στη μέση της μικρής αυλής. Την αυλή την κλείναν δυο τοίχοι από καπναποθήκες και το ρέμα με τις ροδιές. Πλησίασε, άκουσε ένα μουγκρητό, με δύναμη τούδωσε μια κλωτσιά στο κεφάλι, ο πεσμένος φορούσε παλιό μπαλωμένο πουκάμισο, χακί παντελόνι που τόχε δεμένο στη μέση του με σχοινί κι ήταν ξυπόλητος. Τα χέρια του, οι παλάμες, σαν πλατανόφυλλα. Στο πεζούλι από την πλευρά της σκάλας φάνηκαν τα κεφάλια των άλλων που βγαίναν από το ρέμα, λαχανιασμένοι, τους έριξε μια ματιά και άδειασε τις υπόλοιπες σφαίρες στο κεφάλι του πεσμένου.
' Εκανε ένα-δυό, βήματα πίσω, σήκωσε το δεξί του πόδι και σκούπισε το παπούτσι του στην γάμπα του αριστερού του ποδιού. Έκανε νόημα να τον πάρουν. Γύρισε και βγήκε έξω.


* Δημοσιευμένο στο περιοδικό ΑΝΤΙ 98/1978
και στην ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗΣ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑΣ
"ΚΑΒΑΛΙΩΤΕΣ ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΙ" Καβάλα 1985

«Στα καλαφατιά»

Κώστα Καναβούρη*

ΔΕΝ ΚΑΝΕΙ ΚΡΥΟ. Κάνει βράδυ στη γενέτειρα. Και ψιλοβρέχει. Κάνει σκοτάδι απαλό. Κι εμείς βραδιάζουμε όπως οι λέξεις που αποσιωπού­νται μέσα στα ποιήματα. Εδώ που μεγαλώσαμε. Όπως οι λέξεις μέσα στα ποιήματα. Πίσω μας ο καιρός, μπροστά μας ο καιρός. Αριστερά μας η συνοικία της Αγίας Βαρβάρας. Κάπου μαντεύεται το σπίτι όπου έζησε ο πατέρας. Πίσω μας ο τόπος όπου ήταν οι παράγκες με τους πρό­σφυγες. Και το χυτήριο της πρώτης πρώτης φωτιάς που έμπαινε στο χώμα για να γίνει σχήμα που θα ωθούσε τα καΐκια στο πέλαγος. Μια προπέλα. Ακόμα γυρνάει μέσα στο χώμα και μέσα στη θάλασσα. Μαζί με μυρωδιά ξύλου καθώς χτιζότανε τα καΐκια, μίνιο και φούμο, φωτιά και πάλι φωτιά, φωνές που σέρναν τα σκαριά στο έδαφος κι άλλες φω­νές όταν τα σελαγίζανε στο πέλαγος. Κάνει βράδυ στη γενέτειρα. Στα δεξιά μας αχνοφέγγει η πίσω πλευρά (μη ρωτάς γιατί πίσω κι όχι μπρο­στά) της συνοικίας Παναγία. Εδώ, ένας μικρός κόλπος. Το καρνάγιο, το καλαφάτι, τα καλαφατιά. Όπως θέλεις πες το. Το «εδώ» δεν αναιρείται γιατί προέρχεται από παντού. Εδώ. Στα καλαφατιά. Κάνει βράδυ. Και ψιλοβρέχει. Η μια αλήθεια βγαίνει μέσα από την άλλη αλήθεια και με την κάθε σταγόνα της νυκτός γίνεται καινούργια αλήθεια χαμόγελου και δα­κρύων.
Εδώ στα καλαφατιά. Με νωπές ακόμα τις χαραμάδες ανάμεσα στα ξύλα των καϊκιών όπου καλαφατίζαν οι μαστόροι, γνωρίζοντας τη χαλασιά της θάλασσας κι ο ήχος ακουγότανε μέχρι τη μνήμη και μέχρι τα κρατητήρια της Ασφάλειας και μέχρι τα πατητήρια του μέλλοντος τώρα με το πικρό κρασί του. Κι εκείνοι καλαφάτιζαν και μίνιαραν και φούμαραν κι έφευγαν για ψαρέματα που σπαρταρούσαν από απελπισμένη ελπίδα. Εδώ. Στο καρνάγιο της γενέτειρας.
Κάνει βράδυ. Στο καφενείο είμαστε τρεις αγαπημένοι. Βράδυ. Αυ­τός που έρχεται να πάρει παραγγελία είναι νέος. Αμούστακος σχεδόν. Μερακλής όμως, για να είναι εδώ. Δεν ξέρει ότι εδώ μεγαλώσαμε, αλλά είναι εδώ. Το καινούργιο απελπισμένο εδώ. Η διάρκεια στο δικαίωμα της ελπιδοφόρου απελπισίας ανάμεσα στην Παναγία και την Αγία Βαρ­βάρα. Ένας μικρός Αϊ-Νικόλας. Παίρνει την παραγγελία και φεύγει στο δικό του παρελθόν. Μπορείς εύκολα να φύγεις όταν είσαι εδώ.
Το μαγαζί είναι μικρό, σχεδόν ανύπαρκτο. Αν δεν είσαι από την Κα­βάλα, θα το προσπεράσεις. Οι τρεις μας καθόμαστε κι οι πλώρες των καϊ­κιών είναι κυριολεκτικά πάνω από τα κεφάλια μας. Οι πλώρες των ερώ­των μας. Δεν είναι διακόσμηση. Είναι η απέραντη δημιουργία της δου­λειάς. Κρέμονται από τον ουρανό τα καΐκια πάνω από τα κεφάλια μας. Ζητώ την άδεια να βγω έξω. Να περπατήσω μέσα στο καλαφάτι. Ο νεαρός χαμογελάει. Βγαίνω. Περπατώ ανάμεσα στα καΐκια. Σκοτάδι. Σκοντάφτω στο ακατάστατο έδαφος της μνήμης και σ' αντικείμενα που δεν γνωρίζω. Μιλώ στα παπούτσια μου: «να ξέρατε πού σας έφερα...». Φτάνω στη θάλασσα. Ψιλοβρέχει. Κρύβομαι κάτω από ένα τεράστιο καΐκι. Ανάβω τσιγάρο. Βλέπω τη θάλασσα. Βλέπω τους αγαπημένους μου απόντες να περπατούν επί των κυμάτων. Επιστρέφω στο καφενείο. Ο νεαρός έχει πιάσει το μπουζούκι. Άλλος ένας με την κιθάρα. Δυο κορίτσια με την ομορφιά τους. Τραγουδάνε. Μόνο ρεμπέτικα. Με αθώα έπαρση καθώς τα καΐκια κρέμονται πάνω από το κεφάλι μας και ισορ­ροπούνε στα ίδια παλιά μπουντέλια τ' ουρανού και της βροχής.
Τραγουδήσαμε κι εμείς οι τρεις: «Χαράματα η ώρα τρεις, θα 'ρθω να σε ξυπνήσω». Δεν ξέρω ποιον, δεν ξέρω τι θα ξυπνήσουμε, αλλά είμαι βέβαιος ότι θα γίνει.

Κώστας Καναβούρης*
(Από την εφημ. Αυγή, 24.2.2002)

* Γεννήθηκε στην Καβάλα και ζει στην Αθήνα. Ποιητής και αρθρογράφος, επιμελείται εκπομπές για το βιβλίο στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Πρώτη εμφάνιση με την ποιητική συλλογή Τετράδιο ιχνογραφίας, 1982.