Translate

"Η Αννα του Κλήδονα"

Διαμαντής Αξιώτης

Φωτογραφίες κειμένου: Γιώργος Βουλουτίδης

Τα σπίτια μας ήταν αντικριστά।

Ένας δρόμος τα χώριζε, τι δρόμος δηλαδή, δυο μέτρα πράμα ήταν εκείνος ο κάθετος κατήφορος που έβγαζε ίσια στη θάλασσα।


Εγώ, αγόρι κοντοπαντέλονο, κουρεμένο με την ψιλή, να προεξέχουν τα αυτιά και να προκαλούν τους μεγάλους για καθημερινό κούρντισμα ή ξερίζωμα.

Η Αννα, θηλυκό, μεγαλοκοπέλα ανέκαθεν, ψηλή με ξερακιανά πόδια και γουρλωμένα, άγρια μάτια από ξεθωριασμένο γαλάζιο· και χρυσή καρδιά. Όχι που να το παινευτεί η Αγαθή, η μάνα της, αλλά σαν την Αννα της δεν υπήρχε δεύτερη και τρίτη και τέταρτη, εις ην περίπτωσιν τη βάζανε στη σούμα... Χρυσοχέρα, καθαρή, τίμια και άβγαλτη, με το κατιτί της, όπως και να το κάνουμε· χρυσή καρδιά, τέλος πάντων κι όλα τα άλλα τι να τα κάνεις, καλέ. Αχ... τύχη, καλή τύχη μονάχα να έχει το χρυσό της. Τι της λείπει δηλαδή, μαρ' Κατίνα; Όχι, ας το πει όποιος κοτάει· τι; Εδώ βολεύτηκαν καν και καν, ας μην ονομάσω τώρα, θου, Κύριε, σταυροκοπιόταν, συγχύζονταν και τραβούσε, με νόημα, την ξεχειλωμένη μπλούζα της, ξέρεις εσύ.

Ήξερε η Κατίνα πως έτσι ήταν, περίπου, και δε μιλούσε...

Ένα ένα τα κορίτσια του δρόμου μας -και όχι βέβαια πως ήταν όλα "καν και καν" - βολεύονταν, καλοπαντρεύονταν και χάνονταν. Και μοναχά κάπου κάπου γινόταν κουβέντα γι' αυτά, όταν εμφανίζονταν σε γάμους και βαφτίσια, που τα βλέπαμε φουσκωμένα, γκαστρωμένα μόνιμα, θαρρείς.

Αυτά είναι τυχερά πράματα, Αγαθή μου, γραμμένα κι ό,τι γράφει δεν ξεγράφει. Μπορούμε να τα βάλουμε με το Θεό τώρα; Αχ... καλότυχα να 'ναι όλα και καλοδιαλεγμένα. Δυο τις είχε η μάνα μου, μοσχαναθρεμμέ-νες και μυξοπαινεμένες, αλλά μαθητούδι η μία και νήπιο η άλλη, είχαμε καιρό. Μην το λες, μην το λες, σε τέτοια, σειρά δεν μπαίνει. Ή μικρός μικρός παντρέψου ή μικρός καλογερέψου, φαρμάκωνε η Σωτηρία της Σοφούλας της "τσαμπούκ", και χαμήλωνε τα μάτια η Αγαθή, για να μετρήσει μονάχη της, βουβά, τους Μάηδες κι Απρίληδες της Αννας της, που όχι πως την πήραν τα χρόνια δα, αλλά...

Μωρέ την είχαν καλοπάρει και καλοσηκώσει τα χρόνια την Αννα της και ψηλή ήταν και γουρλομάτα ήταν και αχλάδα ήταν. Απ' τα χαράματα στο δρόμο η χρυσοχέρα, μέχρι το θάμπωμα, με τη σκούπα στο χέρι, να ξεριζώνει χορταρικά και χώματα που έδεναν τις πέτρες του κακοτράχαλου κατήφορου, κάνοντας τον έτσι περισσότερο εχθρικό για τα μονίμως ματωμένα μας γόνατα.

Τα άλλα τι μας νοιάζαν εμάς; Αγόρια εμείς, σιγουρεμένα στα παντελόνια μας απ' τα γεννοφάσκια, ας κάναν καλά με τα θηλυκά τους αυτοί που τα είχαν. Οι συμφορές, βλέπεις, έρχονταν από πάνω -ή από κάτω;- και πώς να τις ελέγξεις ή να τις κρατήσεις; Κάθε κορίτσι κι ένα δυστύχημα και μύρια προβλήματα με τη γέννηση του. Καβγάδες, χωρισμοί από κοίτης και τραπέζης, βουβαμάρα απ' τον ντροπιασμένο πατέρα που δε συγχωρούσε με τίποτα το σφάλμα της λεχώνας. Καημός και ντροπή: άλλο ένα θηλυκό στο σόι και τι να το κάνουμε; Καημός και πρόβλημα μέγα: η προίκα του. Η τιμή του - όχι το πόσο πάει, αλλά η άλλη που τιμή δεν είχε και χαρά σ' όποιο την είχε, τουτέστιν η κοινωνική υπόληψις, η αγνότης, η παρθενία - ερχόταν αργότερα, σαν μεγάλωνε και σχηματίζονταν. Με τι μούτρα θ' αντίκριζε ο κακότυχος πατέρας, σόγια και φίλους; Αλλο ένα βρακί στο σπίτι του διακύβευε επικίνδυνα τον, περί πολλού, ανδρισμό του και το κρυφό υγρό του σπόρου του.

Κι η προίκα; Με το που γεννιόταν θηλυκό, πρόβαλε το ερώτημα: Τι θα της δώσουμε; Και ξέραν πως τίποτα δεν είχαν να δώσουν, ούτε και πολλές ελπίδες, είχαν ν' αποχτήσουν αργότερα, όταν ερχόταν η ώρα η καλή.

Προσφυγιά στοιβαγμένη, "βολεμένη" στους γύρω συνοικισμούς της πόλης, κάτω απ' ένα κεραμίδι ή λαμαρίνα και πισσόχαρτο, μακριά απ' τους ηλίθιους του ρομαντισμού που υμνούσαν τον μουσικό θόρυβο της βροχής πάνω στον τσίγκο. Δεν είδαν αυτοί τις λεκάνες, τα ταψιάκαι τα τεντζερέδια που γέμιζαν τα κρεβάτια και τα τραπέζια, για να μαζεύουν το βρόχινο νερό που ο καλός Θεός τους έστελνε ίσια στον κυνηγημένο ύπνο τους. Η μάνα μου, σε κάθε σκεύος, έβαζε πετσέτες και πεσκίρια, για να μην πιτσιλάει ολόγυρα το νερό που έτρεχε από ψηλά.

Για ποια προίκα να μιλήσουν λοιπόν; Τι είχαν, τι κουβάλησαν απ' την Ανατολή και τι απόχτησαν εδώ για να σιγουρευτούν;

Η τιμή, ωστόσο, που τιμή δεν είχε... ερχόταν αργότερα. "Για μια τιμή ζούμε", έλεγαν και σφούγγιζαν με τις χερούκλες τους το κούτελο οι αρσενικοί. "Για ένα όνομα στην κοινωνία", ακουγόταν συχνά, σαν αντίβαρο της ανέχειας. Και φυσικά, "καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά τ' όνομα", ορμήνευαν ολημερίς τις κόρες τους, που απ' αυτές, κυρίως, εξαρτιόταν το πολύτιμο αυτό πανωπροίκι. Δε λείπαν, βέβαια, προς ενίσχυση όλων αυτών, τα παραδείγματα προς αποφυγήν, για την τάδε πομπεμένη που "ακούστηκε" ή τη δείνα προγκεμένη που "την πήρε στο στόμα του όλος ο μαχαλάς". Τι κυνηγητά, παρακολουθήσεις, ξυλοδαρμοί, τι κουρέματα και φονικά ακόμα, από πατεράδες, αδέρφια και ξαδέρφια, στο όνομα του καθαρού κούτελου.

Και τα θηλυκά χαμήλωναν τα μάτια και χάναν τη λαλιά τους, ζάρωναν και βούλιαζαν και δέχονταν μοιρολατρικά το γραμμένο του φύλου τους। Πού σκέψη για αντίλογο, αντίρρηση ή διεκδίκηση και επανάσταση; Ανακαλύφθηκε αργά γι' αυτές τις έρμες η πιπίλα του "φεμινισμού" που μηρυκάζουν τώρα οι διάφοροι σύλλογοι και ενώσεις άλλων στερημένων γυναικών που ξεφυτρώνουν κάθε τρεις και δύο। Ζάρωναν και βουβαίνονταν καθώς περίμεναν πίσω από τραβηγμένεςκουρτίνες και κατεβασμένες γρίλιες, τι; Μήπως ξέραν κι αυτές; Έναν άγνωστον, βέβαια, που θα τις έβγαζε από δω μέσα, με στεφάνι στο κεφάλι και βέρα χρυσή, φυσικά, στο χέρι, μετά δόξης και τιμής, κι άντε να ξεμπερδεύουμε.

Κατατρεγμένοι άνθρωποι, ποιος μπορεί να τους κατηγορήσει γι' αυτό। Η τιμή τους, ό,τι είχαν και δεν είχαν, μαζί με την πασίγνωστη εργατικότητα, το μεράκι και κιμπαρλίκι τους। Ξεριζωμένοι είκοσι πέντε χιλιάδες, περίπου, πρόσφυγες απ' τα μέρη της Μικράς Ασίας, ήρθαν εδώ με το βρακί που φορούσαν για ν' αντιμετωπίσουν κατάμουτρα προβλήματα κατοικίας, εργασίας, υγείας και προσαρμογής. Έσκυψαν αγόγγυστα στη νέα γη οι περισσότεροι, που άγονη, ξερή και πετρωμένη, τους έδινε μόνο καπνόφυλλα και σίκαλη. Ακόμα έχουμε, θαρρώ, απ' τον παππού μου τονΝτελή ένα κομμάτι στον κλήρο της Παλιάς Καβάλας, που ούτε σίκαλη δεν είναι άξιο να φυτρώσει και κατάντησε βοσκότοπος για γίδια ή πίστα αγωνιστική μηχανόβιων καβαλαραίων. Οι υπόλοιποι απ' αυτούς μπήκαν στα καπνομάγαζα, στην τόγκα ή γίναν τεχνίτες, ραφτάδεςκαι μαραγκοί, σαντράτσηδες και σαμαράδες ή μερακλήδες του πατσά και της μπουγάτσας, στις γωνιές και τα περάσματα των δρόμων. Μεροδούλι - μεροφάι και χτικιό, να φτύνουν αίμα και να γαμοσταυρώνουν κυβερνήσεις και αγίους, να κατεβάζουν καντήλια και να αναποδογυρίζουν πεθαμένους.

Εμείς, ευτυχώς, είχαμε το σπίτι μας· και δυο θηλυκά, βέβαια. Προικώο της μάνας μου εκείνος ο δίπατος τσατμάς, με τα τούρκικα κεραμίδια και τα ανάγλυφα ξόμπλια. Και έτσι βρεθήκαμε στα σύνορα Αγίας Βαρβάρας και Πεντακοσίων, στην κορυφή του απότομου κατήφορου της Λεωνίδου που έβγαζε ίσια στη μεγάλη θάλασσα. Ίδιος κι απαράλλαχτος, δηλαδή, με τους άλλους δρόμους της πόλης μας. Απότομοι κατήφοροι που χάνονταν στους δυο μεγάλους κόλπους του νερού. Και τα σπίτια, καβάλα το ένα πάνω στο άλλο, "αμφιθεατρικά" και "γραφικά" τοποθετημένα, δώσαν -υποστηρίζουν μερικοί, αφελέστατοι- το όνομα στην πόλη: Καβάλα. Τρίχες.

Έτσι βρεθήκαμε, λοιπόν, αντικριστά με την Αννα μας.

Γκαρσόνι ο πατέρας της, έσερνε το δεξί του πόδι για να θρέψει τρία γυναικεία στόματα - υπήρχε κι άλλη αδερφή, ελεύθερη κι αυτή· μεγαλοκοπέλα, ανέκαθεν. Αυτό το "ανέκαθεν" είχε όγκο και σχήμα συγκεκριμένο, χρώμα και μυρουδιά αναγνωρίσιμη και προχωρημένη αφυδάτωση. Είναι μερικά θηλυκά που, άσ' τα να πάνε και να μη γυρίσουν, γεννιούνται, θαρρείς, για να μείνουν στο ράφι, ες αεί. Ανήλικα ακόμα και περισσότερο αργότερα, βέβαια, κουβαλάνε τη σφραγίδα του τίτλου επάνω τους, που βροντοφωνάζει από μακριά κι άντε να τα πλησιάσει αρσενικός. Δεν είναι τόσο η όποια ασχήμια που έχουν, γιατί είδα εγώ να παντρεύονται κάτι θηλυκά ξεπλύματα και ξερατά, που λυπόταν η ψυχή μου τους γαμπρούς δίπλα τους - ομορφόπαιδα, ως επί το πλείστον, σ' αυτές τις περιπτώσεις, Απ' τα μυστήρια της ζωής κι αυτό, κι άντε να το εξηγήσεις. Εγώ, ωστόσο, θαρρώ πως κατέχω αυτό το μυστικό, αλλά τ' αφήνω για μια άλλη φορά. Ας μη λέμε τέτοια τώρα και βγάζουμε άπλυτα στη φόρα και ξύνουμε πληγές αγιάτρευτες. Δεν είναι λοιπόν τόσο η ασχήμια που κουβαλάνε επάνω τους, αλλά κυρίως και κατά πρώτον, η μιζέρια που ντύνονται σ' όλες τις στιγμές και ώρες τους. Κακομοιριά και ζόφος, πικραντεριά και κλάψα, ξεφυσήματα, αναστεναγμοί και δε συμμαζεύονται. Και είχε η γειτονιά μας τέτοιες σωρό. Γεροντοκόρες, ανέκαθεν. Λες και τις μάζεψαν και τις στρίμωξαν εκεί, σ' εκείνα τα δικά μας μπαΐρια. Η κουμλού Ζηνοβία, η τρελοκαμπέρω Αρτεμισία, η ξερακιανή Μαριάνθη, η Ευγενία, η Σοφούλα η τσαμπούκ, η Αννα μας...

Η Αννα του Κλήδονα.

Ιούνιος μήνας, του Αϊ-Γιαννιού του Ριζικάρη και φούντωναν οι νυχτερινές φωτιές, με τραγούδια και χάχανα, μέσα στο μεθυστικό λαχάνιασμα και στη μυρουδιά του καμένου ξύλου ελευθερώνονταν τα όνειρα κι ανέβαιναν ψηλά, πάνω απ' τις στέγες των σπιτιών, εκεί που καρτερούσαν το ταξίδι κι η φυγή των κρυφών πόθων και των φυλακισμένων επιθυμιών, να δροσιστούν στο αεράκι της μεγεμένης νύχτας, της μοίρας και του θαύματος.

Και η Αννα, πρώτη και καλύτερη, εκεί, να μαζέψει ξύλα για τις φωτιές του ξεφαντώματος. Πρώτη να τρέξει σε τρεις βρύσες ή τρία σπίτια που κατοικούσαν μονοστέφανες, να κουβαλήσει τ' αμίλητο νερό, για να ρίξει μέσα τα ριζικάρια, σκουλαρίκια, σταυρούς, χάντρες ή κουμπιά:

''Κλειδώσατε τον Κλήδονα στ' Αγιού Γιαννιού τη χάρη κι όποιος είν' καλορίζικος πρωί θα ξενεφάνει।"



Για να δει το πρωί, κάθε φορά, στο ξεκλείδωμα, το ριζικό της το μαύρο και σκοτεινό:
"Ανοίξατε τον Κλήδονα να βγει χαριτωμένος να βγει ένας αγγούραρος θεριός θεριακωμένος."



Να ρίξει τ' ασπράδι του αυγού στο νερό, να δει η έρμη σχήματα και μορφές της τύχης της. Δε βάζω στο λογαριασμό τα κουφέτα που μάζευε με τις χούφτες, όλο το χρόνο, από νυφιάτικα κρεβάτια και. τα 'βαζε στο μαξιλάρι της να ονειρευτεί παλικάρια και καβαλάρηδες. Δεν ξέρω τι ονειρευόταν εκείνα τα βράδια, αλλά συχνά την έβλεπα, κάτι δευτεριάτικα πρωινά, να μασουλάει κουφέτα, με μίσος, θαρρώ. Τα ίδια και χειρότερα τραβούσε με τις φανουρόπιτεςκαι τι να της φανερώσει ο Αγιος, που, στο κάτω κάτω, άντρας ήταν κι αυτός και μάτια είχε και γούστα. Ασε το πόσες φορές έγραψε τ όνομα της στο γοβάκι της νύφης, για να ψάχνει, κάθε φορά, να δει αν και πόσο καλοσβήστηκε, πράμα που σήμαινε και το γρήγοροτου επερχόμενου τυχερού. Θυμάμαι μια φορά, τι καβγάς φούντωσε, τι τσιρίδα και μαλλιοτράβηγμα έπεσε, όταν όλα τα κοριτσόπουλα γράψαν το μικρό τους όνομα στην πολύτιμη νυφιάτικη σόλα και δεν έμεινε χώρος για να χαράξει το δικό της η Αννα κι έπρεπε να το γράψει - γιατί θα το έγραφε οπωσδήποτε - στη μικρή καμάρα που, βέβαια, ήταν σίγουρο πως δε θα σβήνονταν ποτέ. Λες και τις τόσες φορές που το 'γραψε πρώτη αυτή, στο κέντρο του πατούμενου, και σβήστηκε και φαγώθηκε, είδε χαΐρι και προκοπή.

Είκοσι τρεις Ιουνίου λοιπόν, παραμονή του ΑΪ-Γιαννιού και τότε. Ανάψαμε κι εμείς στο δρόμο μας τρεις φωτιές που οι φλόγες τους πήγαν ν' αγκαλιάσουν τη γειτονιά, ανάμεσα σε γέλια, ξεφωνητά και καβγάδες, φυσικά και τις πηδήξαμε πολλές και πολλές φορές, ίσια και σταυρωτά καιλαχανιάσαμε και ιδρώσαμε, καπνιστήκαμε και τσουρουφλιστήκαμε στο άτσαλο τρεχαλητό μας.


Κι αφού καταλάγιασαν τα όμορφα τραγούδια, τα γεμάτα έρωτα και πόθο, προσμονή κι ελπίδα για νύφες και νεράιδες, ομορφονιούς και καβαλάρηδες, τα κορίτσια του δρόμου μας μάζεψαν λίγη απ' τη ζεστή ακόμα στάχτη της φωτιάς στα πιάτα τους, για να τα βάλουν πάνω στα κεραμίδια των σπιτιών τους, να τη δούνε τ' άστρα της εξαίσιας αυτής νύχτας και να κατεβούνε οι Μοίρες να τη μοιράνουνε για να πάρει μαντική και τελεσματική δύναμη και να σχηματίσει στην επιφάνεια της όνομα αρσενικό ή να φανερώσει σημάδι από επάγγελμα αντρικό. Να ξέρουν, δηλαδή, τι να περιμένουν στα κρυφά και χνοτιασμένα τους όνειρα ή στα καλέσματα και τα προξενιά που θα ερχόταν. Μάζεψε κι η Αννα πυρωμένη στάχτη σ' ένα μεγάλο σινί, το σταύρωσε, το έφτυσε τρις κι αφού το 'στρωσε στα κεραμίδια του σπιτιού της, αποτραβήχτηκε στην κουρασμένη προσμονή της, σίγουρη κι αυτή τη φορά για το αίσιον αποτέλεσμα. Εμείς τ αγόρια μείναμε, φυσικά, κάτι παραπάνω. Να πούμε τα δικά μας. Όνειρα και πόθοι ασχημάτιστοι ακόμα, μπερδεύονταν με σκανδαλιές και κατορθώματα. Ξύλινα σπαθιά και τενεκεδένιες ασπίδες μπλέκονταν με τα άγουρα στήθια των κοριτσιών που άρχιζαν να σχηματίζονται κι ακόμα, με τα απλωμένα γυναικεία εσώρουχα τηςμπουγάδας, σχέδια για το μεθαυριανό μας μέστωμα, για τη φυγή μας στο όμορφο και μεθυστικό άγνωστο, μέσα από φώτα, μουσικές και ιαχές ατέλειωτων λεωφόρων. Πού να 'ξερε ο καθένας μας, τότε, τι δρόμο θα τραβούσε αργότερα, σε ποιους διαδρόμους και μονοπάτια θα χάνονταν της ζωής. Πού να 'ξερα τότε ότι, χρόνια μετά, θα γυρνούσα το κεφάλι πίσω, με τόση γλύκα και παράπονο.

Πάντως, εκείνο το βράδυ της έξαψης, ο Αναστάσης ο φιρφιρής ήταν που έριξε την ιδέα, όπως έτρωγε το βραδινό του, μια φετάρα ψωμί βουτηγμένη στο λάδι, με ρίγανη κι αλάτι χοντρό μπόλικο από πάνω. Έτσι που τα κεραμίδια της Αννας μπαίναν στο χώμα και τις πέτρες απ' την πάνω μεριά του δρόμου μας ο κλήδονας της δικής της απλωμένης στάχτης ήταν σχεδόν στα πόδια μας προκλητικός κι ανυπεράσπιστος. Στην αρχή, με προφυλάξεις έτριψε ψίχουλα απ' το ψωμί του, μετά, με θράσος έκοψε κομμάτια λαδωμένα και τα 'ριξε στο νυχτερινό σινί των άστρων και του ριζικού της Αννας της γουρλομάτας. Κι έτσι η τσογλανοπαρέα, μέσα σε γέλια και συνωμοτικά σπρωξίματα, ευχαριστημένη για το κατόρθωμα της και τις αυριανές συνέπειες αυτού, διαλύθηκε τη νύχτα εκείνη του Αϊ-Γιαννιού του κλήδονα, του ριζικάρη.

Το πρωί, με ξύπνησαν ξεφωνητά κι αλαλαγμοί: "Ψωμάς... ψωμάς... φούρναρης καλέ... Να, ολοφάνερο το σημάδι...". Κι η Αννα με την πουκαμίσα και χωρίς τη σκούπα στο χέρι αυτή τη φορά, καταμεσής του απότομου κατήφορου, κρατούσε το σινί, το σήκωνε και το περιέφερε κράζοντας να βγει όλη η γειτονιά, να δει το θαύμα. "Φούρναρης καλέ... Να, ο ΑΪ-Γιάννης το 'δειξε... Ψωμάς... ψωμάς... κοιτάχτε..." επέμενε, να βγουν οι γειτόνισσες και τα γειτονοπούλα να δουν με τα ίδια τους τα μάτια τα κομμάτια του λαδωμένου ψωμιού που της έστειλε ο Αγιος της βραδιάς, να πιστέψουν αυτή τη φορά, για να μην έχουν ν' αμφιβάλλουν μετά και να λένε πίσω απ' την πλάτητης τα μύρια όσα.

Πρόλαβα και είδα την Αγαθή, τη μάνα της, μέσα στο σπίτι τους να σταυροκοπιέται απανωτά. Για το θαύμα άραγες του Αγίου και να βγει αληθινό ή για την αλαφράδα της κόρης της κι ο Θεός να βάλει το χέρι του από δω και πέρα; Ποτέ δεν έμαθα.

Η μάνα μου μού φάνηκε πως βούρκωσε. Για το σημάδι του κλήδονα αυτή, για τη συμφορά της γειτόνισσας ή για τη μακρινή τύχη των δύο αδερφάδων μου; Πού να 'ξερα τότε.

Πάντως, η Αννα μας από κείνη τη μέρα και κάθε πρωινό, μετά, καλοντυμένη και στολισμένη φρεγάτα με σκουλαρίκια, γιορντάνια, μπακίρια κι ό,τι άλλο είχε ή έβρισκε, ξεκινούσε για ψωμί, παίρνοντας σβάρνα όλους τους φούρνους, Αγίας Βαρβάρας, Πεντακοσίων, Σούγιολου και βάλε.

Από Ξάνθη και Δράμα τη συμμάζευαν οι δικοί της, αργότερα.

Όταν άρχισαν να τρέχουν το κατόπι της τα παιδιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια: