Translate

ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΑΒΑΛΑΣ (πρώτο μέρος)

Κωνσταντίνου Ι. Χιόνη

ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ

Πάνω στην τριγωνική χερσόνησο του λόφου της Καβάλας, από τις Καμάρες ως την άκρη του ακρωτηρίου, όπου βρίσκεται η εκκλησία της Παναγίας, μέχρι το 1864 περιοριζόταν η παλιά πόλη, που ήταν συνέχεια της αρχαίας Νεάπολης και της Βυζαντινής Χριστούπολης. Μέσα στον ίδιο χώρο, η ίδια πόλη παρουσιάζεται, σε διαφορετικές εποχές, με διαφορετικό όνομα. Κάθε όνομα είναι χαρακτηριστικό και αντιστοιχεί σε μια ιστορική περίοδο. Η Νεάπολη στην αρχαία περίοδο, η Χριστούπολη στη βυζαντινή και η Καβάλα στη νεότερη.

Την ιστορία της αρχαίας πόλης μας τη δίνουν σήμερα οι σκόρπιες ιστορικές μαρτυρίες που υπάρχουν στα κείμενα των αρχαίων, τα ανασκαφικά ευρήματα που ήρθαν κατά καιρούς στο φως, οι επιγραφές και τα ψηφίσματα που βρέθηκαν και που μνημονεύουν αξιόλογα γεγονότα της πόλης. Η αρχαία τειχοδομία διακρίνεται από τις νεότερες επισκευές και ο σημερινός επισκέπτης εύκολα ξεχωρίζει τα όρια της παλιάς πόλης από τη νέα προέκταση της, που συνέχεια αυξάνει.

Από τη βυζαντινή εποχή η πρώτη περίοδος μας είναι σχεδόν άγνωστη, ενώ η τελευταία διαφωτίζεται από τις άφθονες μαρτυρίες που είναι διασκορπισμένες στις πηγές των παλαιολόγειων χρόνων.

Η νεότερη ιστορία της πόλης πλουτίσθηκε κατά την τελευταία διετία από τις ανακοινώσεις των τριών Συμποσίων που πραγματοποιήθηκαν στην Καβάλα κατά τα έτη 1977, 1986 και 1989 και από το πλούσιο αρχειακό υλικό που έχει συγκεντρωθεί στο Ιστορικό Αρχείο του Δημοτικού Μουσείου Καβάλας. Η συγκέντρωση του υλικού αυτού έγινε με πρωτοβουλία του δημάρχου Καβάλας κ. Λευτέρη Αθανασιάδη, ο οποίος φιλοδοξεί να καταστήσει το Δημοτικό Μουσείο της πόλης πραγματικό πνευματικό κέντρο. Με τη φροντίδα του φωτοτυπήθηκε από τ' αρχεία του Υπουργείου Εξωτερικών η αλληλογραφία του ελληνικού υποπροξενείου της Καβάλας, που καλύπτει τη χρονική περίοδο 1835-1913. Με τις προσωπικές ενέργειες του αποκτήθηκαν φωτοαντίγραφα από τα αγγλικά και γαλλικά αρχεία, που διασώζουν την αλληλογραφία των αντίστοιχων υποπροξενείων που λειτούργησαν στην Καβάλα κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας. Οι δύο τελευταίες εκδόσεις που πραγματοποιήθηκαν από το Δημοτικό Μουσείο καβάλας και οι άλλες δύο που προγραμματίζονται αποβλέπουν στην προαγωγή της ιστορικής έρευνας και επιστήμης στην περιοχή μας. Η επανέκδοση της ιστορίας της Καβάλας θα προσφέρει όλο το νέο ιστορικό υλικό, που ήταν άγνωστο κατά το χρόνο της συγγραφής της ιστορίας της πόλης, ενώ η έκδοση της ιστορίας του μακεδoνικού αγώνα στις περιοχές Καβάλας - Δράμας και Θάσου θα διαφωτίσει την πρόσφατη ηρωική περίοδο, που οδήγησε στη μεγάλη εποποιία των ένδοξων βαλκανικών πολέμων.

Με τις ευχαριστίες μου στο δήμαρχο Καβάλας κ. Λευθέρη Αθανασιάδη που έθεσε στη διάθεση μου όλο το φωτοτυπημένο ανέκδοτο αρχειακό υλικό και με την υπόσχεση της σύντομης ολοκλήρωσης της ιστορίας της πόλης για επανέκδοση της περιορίζομαι σήμερα να δώσω μια πρώτη συνοπτική ιστορία της πόλης Καβάλας για χρήση των μαθητών.

ΑΡΧΑΙΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΑΠΟΛΗΣ

Η Νεάπολη, όπως προκύπτει από ψήφισμα ακρωτηριασμένης επιγραφής που έχει συμπληρωθεί, ήταν αποικία των Θασίων. Ιδρύθηκε τον 7ο π.Χ. αιώνα, όταν οι Θάσιοι προσπαθούσαν να διεισδύσουν στην απέναντι Θρακική παραλία. Η προσπάθεια τους όμως αυτή δεν έγινε ειρηνικά. Χρειάστηκαν πολυχρόνιοι πόλεμοι εναντίον των εντοπίων Θρακικών φυλών, στους οποίους έλαβε μέρος και ο ποιητής Αρχίλοχος.

Οι φορολογικοί κατάλογοι της Α' Αθηναϊκής συμμαχίας μνημονεύουν για πρώτη φορά τη Νεάπολη. Το έτος 454/53 π.Χ. αναφέρεται στους φορολογικούς αυτούς καταλόγους ως "Νεάπολις εν Θράκη" και ότι πλήρωσε 1000 δραχμές φόρο. Το 450 π.Χ. μνημονεύεται με τον ίδιο φόρο ως "Νεάπολις παρ' Αντισάραν", ενώ από το 449/48 αναφέρεται απλά και ως "Νεάπολις".

Κατά τον πελοποννησιακό πόλεμο η Νεάπολη παρέμεινε πιστή στην Αθήνα. Έφθασε μάλιστα σε τέτοιο σημείο αφοσίωσης ώστε να στραφεί και εναντίον της μητρόπολης της, της Θάσου. Τα γεγονότα των ετών 412-407 διαφωτίζονται και από τις μαρτυρίες των αρχαίων ιστορικών και από τα επιγραφικά κείμενα που μας έχουν διασωθεί. Τα τιμητικά ψηφίσματα του αθηναϊκού δήμου εγκωμιάζουν τη Νεάπολη που συμπαραστάθηκε την Αθήνα κατά την ταραχώδη αυτή περίοδο. Μετά την κατάληψη της Αθήνας από τους Λακεδαιμόνιους και τη σφαγή των αττικιζόντων θασίων από το Λύσανδρο η Νεάπολη φαίνεται πως δεν τιμωρήθηκε για την αφοσίωση της στους Αθηναίους.

Η Νεάπολη ήταν μέλος της Β' Αθηναϊκής συμμαχίας, που ιδρύθηκε το 378 π.Χ. κι έμεινε σύμμαχος της Αθήνας ως την κατάκτηση της από το βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππο. Η κατάληψη των Κρηνίδων και η μετονομασία της σε "Φίλιπποι" υπήρξε το προμήνυμα της επερχόμενης κατάκτησης της. Ο Φίλιππος έγινε τόσο απειλητικός για τη Νεάπολη, ώστε η τελευταία αναγκάστηκε να ζητήσει τη βοήθεια της συμμάχου της Αθήνας. Η παρουσίαση των Νεαπολιτών πρέσβεων στον αθηναϊκό δήμο έγινε το 355 π.Χ. Το διάβημα τους όμως αυτό έμεινε χωρίς αποτέλεσμα, γιατί, αφού κατέλαβε ο Φίλιππος τα εδάφη μέχρι το Νέστο, που του παραχώρησε ο βασιλιάς Kετρίπορις, μοιραία η Νεάπολη απέβαινε επίνειο των Φιλίππων.

Οι μαρτυρίες που έχουμε για τα χρόνια που ακολουθούν είναι ελάχιστες. Η πιο σημαντική είναι ότι κατά τη μάχη των Φιλίππων ο λιμένας της Νεάπολης χρησίμευσε σαν βάση του στόλου της ρωμαϊκής δημοκρατικής παράταξης.

Κατά τους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους ο λιμένας της Νεάπολης αποτελεί το τέρμα του εμπορικού δρόμου που ενώνει τους Φιλίππους με την Ανατολή δια μέσου της Αλεξανδρείας και Τρωάδας. Απ' εδώ εισβάλλουν οι διάφορες δοξασίες, οι ανατολικές θρησκευτικές λατρείες και τελευταία ο χριστιανισμός. Τον ίδιο δρόμο ακολούθησε και ο Απόστολος Παύλος γύρω στο 54 μ.Χ. Αποβιβάζεται στη Νεάπολη και πηγαίνει στους Φιλίππους, όπου και ίδρυσε την πρώτη χριστιανική εκκλησία στην Ευρώπη.

Οι μαρτυρίες γίνονται πιο σπάνιες στα επόμενα χρόνια. Τα Itineraria Antonini και Hierosolimitani, καθώς και τρεις ρωμαϊκές επιγραφές, μας δίνουν πολύτιμες πληροφορίες. Ακολουθούν πολλά χρόνια σιωπής ως τον 6ο αιώνα που η Νεάπολη αναφέρεται από τον Προκόπιο στο "Περί κτισμάτων" σαν μια από τις πόλεις που επισκεύασε το φρούριο της. Την ίδια εποχή μνημονεύεται και στο "Συνέκδημο" του Ιεροκλή σαν 25η πόλη της Μακεδονίας, που υπαγόταν στην επαρχία του Ιλλυρικού. Το βαθμιαίο πέρασμα από την αρχαία Νεάπολη στη βυζαντινή Χριστούπολη γίνεται αργά, σταθερά κι ανεπαίσθητα. Σιγά - σιγά η Νεάπολη θα παραχωρήσει τη θέση της και το όνομα της στη Χριστούπολη. Η τιμητική αυτή αλλαγή της ονομασίας σκοπό είχε να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του χριστιανικού κόσμου στην πόλη που πρωτοδέχτηκε τον Απόστολο Παύλο και το Χριστιανισμό.

Για τη θέση της Νεάπολης διαφωνούσαν παλιότερα οι ερευνητές. Οι α¬νασκαφές όμως του Γ. Μπακαλάκη, που έγιναν για το σκοπό αυτό, έφεραν στο φως το ιερό της Αθηνάς παρθένου της Νεάπολης. Η ανεύρεση αυτή έλυσε το πρόβλημα της θέσης της αρχαίας πόλης. Από τα ευρήματα της Νεάπολης αξίζει να μνημονεύσουμε το κιονόκρανο της, τα όστρακα και τα αγγεία που βρέθηκαν, καθώς και τα επιγραφικά κείμενα, των οποίων οι παραστάσεις μαζί με τα ψηφίσματα στέκονται άφωνοι μάρτυρες της δύναμης και της δόξας της αρχαίας Νεάπολης.

Η γεωγραφική θέση της περιοχής αποτελούσε σε κάθε εποχή σπουδαίο στρατηγικό σημείο. Από την πόλη περνούσε η περίφημη "Εγνατία οδός", που άρχιζε από το Δυρράχιο και τελείωνε στα Κύψελα.

ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΧΡΟΝΟΙ

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥΠΟΛΗΣ

Οι βυζαντινοί μετονόμασαν την αρχαία Νεάπολη σε Χριστούπολη. Ο ακριβής χρόνος της αλλαγής της ονομασίας αυτής παραμένει άγνωστος. Οι πρώτες μαρτυρίες του νέου ονόματος υπάρχουν σε πηγές του 8ου και του 9ου αιώνα. Άρα η αλλαγή της ονομασίας πρέπει να έγινε πριν από το χρόνο της επικράτησης της. Η πρώτη μαρτυρία με το όνομα της Χριστούπολης είναι αυτή που αναφέρεται στο τακτικό του παρισινού κώδικα 1557Α, που το πρωτότυπο του είχε συνταχθεί το 746 μ.Χ. Η δεύτερη μαρτυρία συναντάται σε ένα μολυβδόβουλο που χρονολογικά ανήκει στην περίοδο των εικονομάχων αυτοκρατόρων. Η τρίτη μαρτυρία δίνεται από το βιογράφο του Αγίου Γρηγορίου του Δεκαπολίτη, που πέρασε από τη Χριστούπολη το 820 περίπου. Η παρουσία βυζαντινού στρατού στη Χριστούπολη το 837 με αρχηγό τον καίσαρα Αλέξιο Μωσελέ αποτελεί την τέταρτη μαρτυρία.

Το 926 υψώθηκαν τα νέα τείχη της πόλης, γιατί τα παλιά, που παρέμειναν αφρόντιστα, είχαν φθαρεί από τα χρόνια της βασιλείας του Ιουστινιανού. Η μαρτυρία αυτή προέρχεται από το κείμενο μιας εντειχισμένης επιγραφής που ανακάλυψε ο S. Reinach στο νεότερο παραλιακό τείχος της τουρκοκρατίας. Άλλη επιγραφή, που δημοσιεύτηκε από το Γ. Μπακαλάκη, μνημονεύει την πυρπόληση και την καταστροφή της πόλης από τους Νορμανδούς το 1185. Πολύτιμες πληροφορίες για τη βυζαντινή πόλη της εποχής αυτής μας δίνουν ακόμα ο Άραβας περιηγής Idrisi και ο σύγχρονος του Ιουδαίος Βενιαμίν της Τουδέλης.

Η τελευταία περίοδος της βυζαντινής πόλης είναι η πιό ταραχώδης. Η φραγκική κατοχή υπήρξε πολύ σύντομη στη Χριστούπολη. Οι Λομβαρδοί βαρώνοι που είχαν εγκατασταθεί στην πόλη ήρθαν σε ρήξη με τον αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης Ερρίκο. Στη μάχη που ακολούθησε κοντά στους Φιλίππους νικήθηκαν. Όσοι γλίτωσαν ξολοθρεύτηκαν από τους Έλληνες των περιχώρων. Πολύ σύντομα η πόλη πέρασε στην εξουσία του αυτοκράτορα της Νίκαιας Ιωάννη Βατάτζη. Η Χριστούπολη οχυρώθηκε καλύτερα, γι' αυτό αποκρούσθηκαν οι Καταλανοί που επιχείρησαν αργότερα να καταλάβουν την πόλη. Μετά την αποτυχία τους κατέφυγαν στην περιοχή της Κασσάνδρας. Ο Ανδρόνικος Β' Παλαιολόγος για να εμποδίσει την επιστροφή τους στη Θράκη έκτισε ένα μακρό τείχος από το χείλος της θάλασσας ως την κορυφή του βουνού. Η ανέγερση του μακρού τείχους το 1307 στη Χριστούπολη έγινε γνωστή στους Καταλανούς από κάποιο αιχμάλωτο, γι' αυτό το λόγο, κι αν υπήρχε διάθεση να επιστρέψουν, εγκαταλείφθηκε. Η ανέγερση του διατειχίσματος του Ανδρόνικου Β' είχε χαρακτήρα οροθετικής γραμμής ανάμεσα στη Μακεδονία και στη Θράκη. Ακριβώς την εποχή αυτή εμφανίζεται και αναφέρεται από τους βυζαντινούς ιστορικούς και ο χαρακτηρισμός "στενά της Χριστοπόλεως".

Η περίοδος 1321-28 καλύπτεται από τον εμφύλιο πόλεμο των δύο Ανδρόνικων. Κατά την περίοδο αυτή η Χριστούπολη κατέστη κέντρο των ενεργειών του νέου Ανδρόνικου. Η διαμάχη τελικά ανάμεσα στον παππού και στον εγγονό κατέληξε στο μοίρασμα της αυτοκρατορίας. Η Χριστούπολη παρέμεινε στο νέο Ανδρόνικο και αποτέλεσε την οροθετική γραμμή ανάμεσα στις κτήσεις των δύο αυτοκρατόρων. Το 1325 διοικητής της Χριστούπολης ήταν ο Θεόδωρος Παλαιολόγος.

Οι εμφύλιοι πόλεμοι συνεχίστηκαν και στα μετέπειτα χρόνια ανάμεσα στον Ιωάννη ΣΤ' Καντακουζηνό και Ιωάννη Ε' Παλαιολόγο. Η παραίτηση όμως του πρώτου και ο θάνατος του Στέφανου Δουσάν που συνέβησαν το 1355 ανακούφισαν κάπως την αυτοκρατορία. Το Μάρτιο του 1356 ή 1357, όπως μαθαίνουμε από ένα χρυσόβουλο του αυτοκράτορα Ιωάννη Ε' Παλαιολόγου, παραχωρούνται τα κάστρα της Χριστούπολης, Ανακτορο;yπολης και Θάσου στο μέγα πριμικήριο Αλέξιο και στον πρωτοσέβαστο Ιωάννη, που ήταν αδέρφια. Ο Αλέξιος είχε πεθάνει προ του 1373, ενώ ο Ιωάννης συνέχισε να κατέχει τη Χριστούπολη μέχρι που αποσύρθηκε στη μονή του Παντοκράτορα, όπου και συνέταξε τη διαθήκη του το 1384.

Η Χριστούπολη δεν παρέμεινε για πολύ ελεύθερη. Το 1387 συνθηκολόγησε κι έγινε φόρου υποτελής στους Τούρκους. Η υποτέλεια της γίνεται γνωστή στις 22 Ιουλίου 1387 από ένα ψήφισμα της βενετικής συγκλήτου. Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1391, η Χριστούπολη κυριεύεται από τους Τούρκους και καταστρέφεται ολοκληρωτικά. Το γεγονός της καταστροφής της μνημονεύεται σε μια ενθύμιση που αναγράφει: "εωκθ' ινδ. ΙΔ...εν αυτώ τω έτει εάλω η Χριστώνυμος πόλις και κατεδαφίσθη εκ βάθρων εις τάχος και οι οικήτορες ταύτης διεσκορπίσθησαν εν διαφόροις τόποις και χώρες" γέγονε δε τούτο το ολέθριον κακόν δια τίνων οικητόρων τήσδε της πόλεως- τοσαύτη δε γέγονεν η φθορά και η κατάλυσις των ενοικούντων χριστιανών ως έγωγε οίμαι, οία γέγονεν έκπαλαι επί Ναβουχοδονόσωρ εν τη Ιερουσαλήμ πόλει". Η Χριστούπολη ως πόλη έπαψε πια να υπάρχει και θα περάσουν 140 περίπου χρόνια για να ανασυνοικισθεί και να εμφανισθεί ξανά στο προσκήνιο της ιστορίας ως νέα πόλη, με νέο όνομα, το σημερινό όνομα της καβάλας.

Στις 18 Ιουλίου 1425 10 βενετικές γαλέρες είχαν πλησιάσει το κάστρο της Χριστούπολης. Από επιστολή του Βενετού πλοιάρχου Pietro-Jen, που είναι γραμμένη στις 23 Ιουλίου 1425, μαθαίνουμε ότι στο μέρος εκείνο βρίσκονταν τετρακόσιοι περίπου Τούρκοι ιππείς και πολλές στημένες σκηνές. Οι Τούρκοι θέλησαν να εμποδίσουν την απόβαση των Βενετών, αλλά η προσπάθεια τους απέτυχε και υποχρεώθηκαν να καταφύγουν στα γύρω υψώματα. Οι Βενετοί, αφού τοποθέτησαν φρουρά για να εμποδίζει αυτούς που κατέφυγαν στα υψώματα, οι υπόλοιποι επετέθηκαν και κατέλαβαν το κάστρο. Η είδηση της κατάληψης του κάστρου της Χριστούπολης τρόμαξε τους Τούρκους τόσο "όσον κανέν άλλο πολεμικόν κατόρθωμα, διότι το κάστρον τούτο κείται εις σπουδαίαν στρατηγικήν θέσιν, είναι η δίοδος προς την Καλλίπολιν, προς την Ανδριανούπολιν και προς εν μέρος της Ελλάδος". Από την ίδια επιστολή μαθαίνουμε ότι το κάστρο είχε κατασκευασθεί από τους Τούρκους προ τεσσάρων μηνών. Οι Βενετοί συμπλήρωσαν το κάστρο, το 1425 που το κατέλαβαν, με ένα εξωτερικό καταφύγιο. Ο Βενετός στόλαρχος, αφού άφησε μια μικρή φρουρά για τη φύλαξη του κάστρου, αναχώρησε. Οι Τούρκοι όμως επετέθηκαν με 10.000-12.000 πεζούς και ιππείς που συγκέντρωσαν και ξανακατέλαβαν το κάστρο, ύστερα από εικοσαήμερη πολιορκία. Από ψήφισμα της 22ας Απριλίου 1426 μαθαίνουμε ότι η βενετική γερουσία πρότεινε στους διοικητές της Θεσσαλονίκης να ανταλλάξουν τους Βενετούς αιχμαλώτους της Χριστούπολης με Τούρκους.     (συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια: