Κυριάκου Λυκουρίνου
Φωτογραφία του 1853 όταν ο φωτογράφος Ernst de Carantza παρέα με τον ζωγράφο Charles Labbe ταξίδεψαν από την Κωνσταντινούπολη για να φωτογραφίσουν την Αθωνική πολιτεία. Διερχόμενοι από την Καβάλα και γοητευμένοι από την ομορφιά της, δημιούργησαν 8 εικόνες σε μεγάλες γυάλινες πλάκες. Η Καβάλα έγινε μία από της πρώτες πόλεις που φωτογραφίζονται στον κόσμο. (Σχόλιο του καβαλιώτη φωτογράφου Στράτου Καλαφάτη )
Το όνομα “Καβάλα”
μνημονεύεται για πρώτη φορά κατά την πρώιμη περίοδο της τουρκοκρατίας, στα τέλη
του 14ου αιώνα. Σύμφωνα με τουρκικά χρονικά, μία από τις
θέσεις που κυρίευσαν οι Οθωμανοί κατά την προέλασή τους στη Μακεδονία, στα
πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1380, ήταν και η Καβάλα (Qavala). Στο παλαιότερο χρονικό, τη λαϊκή αφήγηση του ιμάμη Γιαχσή
Φακίχ, αναφέρεται ότι ο Χαϊρεντίν πασάς μαζί με τον Εβρενός μπέη «κυρίεψαν
την Καβάλα, τη Δράμα και τη Ζίχνα, τις Σέρρες, και πήραν αυτά τα βιλαέτια ένα -
ένα με συνθήκη». Δε γνωρίζουμε βέβαια αν με το τοπωνύμιο αυτό δηλώνεται η
θέση της σημερινής πόλης ή η περιοχή της ημιορεινής Παλιάς
Καβάλας. [1]
Εδώ πρέπει να προσθέσουμε το εξής: Το χρονικό του Γιαχσή Φακίχ,
γραμμένο στα τέλη του 14ου αι., έχει σωθεί ενσωματωμένο στο χρονικό του Ασήκ
Πασάζαντε, που γράφτηκε στα τέλη του 15ου αι. Εάν το τοπωνύμιο Καβάλα
αναφερόταν στο κείμενο του παλιού χρονικού και δεν προστέθηκε στο δεύτερο
(αντικαθιστώντας ίσως το “Χριστούπολις”), τότε μπορούμε να υποθέσουμε ότι
το όνομα “Καβάλα” ίσως να προϋπήρχε της οθωμανικής κατάκτησης
της πόλης.
Το όνομα Καβάλα
«επανεμφανίζεται» μισόν αιώνα αργότερα, σε σημειώσεις Γάλλου περιηγητή. Το 1433 ο διπλωμάτης Betrandon de la Broquière, επιστρέφοντας διά ξηράς από τους Αγίους Τόπους, περνά από μια
κατεστραμμένη και έρημη πόλη, την οποία ονομάζει με τη μεσαιωνική γαλλική λέξη Mussi. Πίσω από το περίεργο αυτό όνομα κρύβεται η Καβάλα. Όπως εξηγεί
ο εκδότης του έργου του, ο Γάλλος περιηγητής σημείωνε συχνά όχι το όνομα ενός
τόπου, αλλά τη σημασία του, όπως την άκουγε από τους ντόπιους. Qaval, γράφει, σημαίνει στα τουρκικά musette (flûte de berger), που είναι η γνωστή μας γκάιντα («αυλός», «φλογέρα βοσκού»,
«σουραύλι»).[2]
To νέο όνομα
αρχίζει να επικρατεί στο δεύτερο μισό του 15ου αιώνα. Σε μία από τις
εκκλησιαστικές πηγές αυτής της εποχής η μητρόπολη εμφανίζεται και με τα δύο
ονόματα: «Χριστούπολις ἤτοι Καβάλα».[3] Στα 1470 διέρχεται από εδώ ο Gio. Maria Degli Angiolello, λοχαγός του ενετικού στρατού που οδηγείται αιχμάλωτος στην
Κωνσταντινούπολη. Στο ημερολόγιό του το όνομα Chavala αναφέρεται ως τοπωνύμιο της πλαγιάς του βουνού.[4]
Την ίδια εποχή, τα οθωμανικά αρχεία δίνουν αρκετές πληροφορίες για την
κατοικημένη πόλη “Καβάλα”.[5]
Για την προέλευση και σημασία του
ονόματος έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις: Κατά μία εκδοχή, το σημερινό όνομα
της πόλης είναι ελληνικό. Προέρχεται από τα Σκάβαλα,
αρχαία αποικία της Ερέτριας, που βρισκόταν στη θέση της σημερινής Παλιάς Καβάλας,
περιοχής κατάσπαρτης από μεταλλεία. Κατά την ετυμολογική ερμηνεία, το “Σκάβαλα”
προήλθε από το ρήμα σκάπτω (σκαπ-, σκάβ-), δήλωνε τα σκάμματα
των μεταλλείων και μετά την αποσιώπηση - αποκοπή του αρχικού Σ κατέληξε
“Καβάλα”. Από το αρχαίο όνομα, αλλοιωμένο μέσα στους αιώνες, ονομάστηκε όλη
η πλαγιά του βουνού, αργότερα δε και η παράλια
πόλη.[6]
Κατά άλλη εκδοχή,
που ήδη υποδηλώθηκε, το όνομα Καβάλα προέρχεται από την τουρκική - αλβανική
λέξη Κaval, που, όπως είδαμε, σημαίνει «φλογέρα
βοσκού».[7] Κατά την εκδοχή αυτή, η λέξη υποδηλώνει τις κτηνοτροφικές
ασχολίες των πρώτων μουσουλμάνων εποίκων της γύρω ημιορεινής περιοχής,
ίσως της Εσκί (της Παλιάς) Καβάλας. Όταν αυτοί εποίκισαν αργότερα την παράλια
πόλη, της έδωσαν το όνομα της αρχικής τους εγκατάστασης.
Μια διαφορετική
άποψη συνδέει το όνομα της πόλης με την καταγωγή των κατοίκων της.
Σύμφωνα μ’ αυτήν, οι πρώτοι μουσουλμάνοι έποικοι της γύρω περιοχής, και
αργότερα της παραθαλάσσιας πόλης, προέρχονταν από την περιοχή του Ικονίου όπου
υπήρχε το βυζαντινό φρούριο "Καβάλα"
(«φρούριον ἄνωθεν Ἰκονίου διακείμενον, ὅ Καβάλαν ὠνόμαζον»).[8]
Οι Κονιάροι έποικοι, εξισλαμισμένοι χριστιανοί, μετέφεραν το όνομα του βυζαντινού φρουρίου αρχικά στον ημιορεινό οικισμό της
Παλιάς Καβάλας, όπου πρωτοεγκαταστάθηκαν, και αργότερα, με την κάθοδό τους στα
παράλια, στο κάστρο της μέχρι τότε Χριστούπολης.[9]
Θα μπορούσαμε
βέβαια να υποστηρίξουμε και μία παραλλαγή της παραπάνω άποψης: Ότι δηλ. οι
Κονιάροι έποικοι εγκαταστάθηκαν απευθείας στη χερσόνησο - κάστρο της Χριστούπολης,
στην οποία και έδωσαν το όνομα Καβάλα.[10] Έτσι όμως μένει ανεξήγητο το όνομα
του γειτονικού χωριού, “Εσκί (Παλιά) Καβάλα”, το οποίο πρέπει να
ονομαζόταν έτσι από τους πρώτους αιώνες της τουρκοκρατίας.[11] Για τον ίδιο
λόγο άλλωστε θεωρείται παρακινδυνευμένη η βολική υπόθεση ότι το όνομα της πόλη
προέρχεται απλά από τη λέξη “kavala”, που στα τουρκικά σημαίνει “παράπηγμα δίπλα στη
θάλασσα”.[12]
Σε αντίθεση με
τις παραπάνω απόψεις, που φαίνεται να έχουν κάποιο ιστορικό έρεισμα, ελάχιστα
πειστική είναι η ετυμολογική ερμηνεία πολλών δυτικών
περιηγητών. Κατ’ αυτούς, το όνομα της πόλης μας είναι δυτικό (ρωμαϊκό,
γενουάτικο, βενετσιάνικο ή γαλλικό), δόθηκε είτε από τους σταυροφόρους, είτε
από τους Γενουάτες ή τους Βενετούς εμπόρους, όταν ίδρυσαν εδώ εμπορικό σταθμό,
και προέρχεται από τη λέξη cavallo (= άλογο). Σύμφωνα
με τις διάφορες παραλλαγές αυτής της εκδοχής, η πόλη ονομάστηκε έτσι, είτε
επειδή ο βράχος επί του οποίου είναι χτισμένη εμφανίζει από μακριά σχήμα αλόγου
ή οπλής αλόγου, είτε επειδή στο πολυσύχναστο αυτό πέρασμα της Εγνατίας οδού
υπήρχε ανέκαθεν σταθμός ταχυδρομικών αλόγων, είτε επειδή εδώ υπήρχε παλιά
κάποιο άγαλμα αλόγου.[13]
Με άλογο συνδέεται και η άλλη ετυμολογική ερμηνεία, εξίσου
αβάσιμη: Η πόλη ονομαζόταν λεγόταν στα αρχαία χρόνια Βουκεφάλα,
όπως την είχε ονομάσει ο Μέγας Αλέξανδρος προς τιμήν του αλόγου του, και από
παραφθορά αυτού του ονόματος προήλθε το Καβάλα![14]
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Για τα χρονικά, Ελ. Ζαχαριάδου, Ιστορία και Θρύλοι
των Παλαιών Σουλτάνων (1330-1400), ΜΙΕΤ, Αθήνα 1999, σ. 204-206. Για τη
χρονολόγηση, I. Beldiceanu-Steiner – J. Giannopoulos, «Kawala», Encyclopédie de l’ Islam, τ. 4, Leiden 1978,
σ. 776· Ζαχαριάδου, ό.π., σ. 204, σημ. 241· Α.
Βακαλόπουλου, Ιστορία της Μακεδονίας 1354-1833, Θεσσαλονίκη 1988,
σ. 35, 38 (ο συγγραφέας πιθανολογεί ότι κατελήφθη η Παλιά Καβάλα)· Μ. Kiel, «Ottoman Building Activity along the Via Egnatia. The Cases of Pazargah, Kavala and Ferecik», στο The Via Egnatia under Ottoman Rule (1380-1699), Πρακτικά Συμποσίου, Crete University Press, Ρέθυμνο 1996, σ. 150· Κ. Μουστάκα, «Από τη βυζαντινή
Χριστούπολη στη νεοελληνική Καβάλα: διερεύνηση της ιστορίας της πόλεως κατά τη
“σκοτεινή περίοδο” από τα τέλη του 14ου έως τα μέσα του
16ου αιώνα», Πρακτικά Α΄ Διεθνούς Συνεδρίου του ΙΛΑΚ,
Καβάλα 2004, σελ. 243-260.
[2] Betrandon de la Broquière, Voyage
d’ outre mer et retour de Jérusalem en France,
Paris
1892, σ. 571.
[3]Δ. Ι. Λαζαρίδη, Νεάπολις, Χριστούπολις, Καβάλα. Οδηγός Μουσείου Καβάλας, Αθήνα 1969, σ. 43.
[4]Κ.Δ. Μέρτζιου, Μνημεία Μακεδονικής Ιστορίας, έκδ. Ε.Μ.Σ., Θεσσαλονίκη 1947, σ.
203.
[5] Αιμ. Στεφανίδου, Η πόλη – λιμάνι
της Καβάλας κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας. Πολεοδομική και ιστορική διερεύνηση (1391-1912), έκδ. ΙΛΑΚ, Καβάλα 2007.
[6] P. Collart, Phillipes, ville
de Macédoine, depuis ses origines jusqu’ à la fin de l’ époque romaine, Paris 1937, σ.
106-107.
[7] Ami Boué, Recueil d’
itinéraires dans la Turquie d’ Europe, Vienne
1842, σ. 149.
[8] Περί αυτού, F.
Babinger, «Κavalla (Anatolien)», Der Islam 29 (1949-1950) 301-302.
[9] Γ. Μπακαλάκη,
«Το τοπωνύμιο Καβάλα», Α΄ Τοπικό Συμπόσιο, Η Καβάλα και η περιοχή της (Καβάλα,
18-20 Απρ. 1977), Πρακτικά, Θεσσαλονίκη 1980, σ. 129-132.
[10] Την υπόθεση
αυτή υποστηρίζει η Στεφανίδου, Η πόλη – λιμάνι της Καβάλας κατά την
περίοδο της τουρκοκρατίας. Πολεοδομική και ιστορική διερεύνηση (1391-1912),
Καβάλα 2007.
[11] Στα 1691 η
Εσκί Καβάλα και το Κάστρο Καβάλας αναφέρονται ως τόποι όπου ζούσαν Γιουρούκοι,
«απόγονοι των κατακτητών», Τ. Gögbilgin, Rumeli’ de Yürükler, Tatarlar ve Evlâd-i Fâtihân (Οι Γιουρούκοι, οι Τάταροι και
οι απόγονοι των κατακτητών στη Ρούμελη), Istanbul 1957, σ.
262-265.
[12] Για τις
λέξεις kaval και kavala, Αντ. Β. Θεοφυλακτίδη, Λεξικόν
Τουρκοελληνικόν, Κων/πολη 1960, σ. 361.
[13] Ισχυρισμοί των père
Bracconier, père Fr. Tarillon, Ch. Sonini, Ed. Clarke, L. Heuzey, E. le Camus και J.
F. Fraser. Για τις απόψεις αυτών, των προαναφερθέντων Betrandon de la Broquière,
Angiolello και A. Boué, καθώς και των P.
Belon και Robert de Dreux της επόμενης σημείωσης, βλ. Κ. Λυκουρίνου, «Η Καβάλα της Τουρκοκρατίας στα κείμενα των ξένων
περιηγητών», Υπόστεγο 8-9 (Καβάλα, φθιν. 1997)
166-206.
[14] Άποψη του P. Belon, Les observations de plusieurs singularitez
et choses mémorables trouvées en Grèce…, Paris
1553, σ. 56-61. Την επαναλαμβάνει και ο Robert de Dreux, βλ. H. Pernot , Voyage en Turquie et en
Grèce du R.P. Robert de Dreux… (1665-1669), Paris 1925, σ.
90-92
Το κείμενο
προέρχεται (με μικρές αλλαγές) από: Κυριάκου Λυκουρίνου, «Η Καβάλα της
Οθωμανικής περιόδου (τέλη 14ου αι.- 1912) Η παλιά πόλη - συνοικία της Παναγίας»
στο Η παλιά πόλη της Καβάλας (7ος π.χ. – 20ος αι. ) Ο χώρος, οι
άνθρωποι, τα τεκμήρια της ιστορίας, έκδ. Εξωραϊστικού
Πολιτιστικού Συλλόγου Παναγίας “Το Κάστρο”, Καβάλα 2005, τ. 1, σ. 71-72 - Περίπου το ίδιο κείμενο
(χωρίς τις υποσημειώσεις) δημοσιεύτηκε και στο βιβλίο (των Ν. Καραγιαννακίδη
και Κ. Λυκουρίνου), Νεάπολις - Χριστούπολις - Καβάλα, Οδοιπορικό στο χώρο και στο
χρόνο της παλιάς πόλης, έκδ. Δήμου Καβάλας, σ. 38.
http://lykourinos-kavala.blogspot.com