Translate

Η Καλαμίτσα στην Καβάλα. H γειτονιά μου!

 

Το καλοκαιράκι η επιθυμία και η αγάπη μας για τη θάλασσα φουντώνει.
Πρωί-πρωί οι πόρτες των σπιτιών ανοίγουν, τα παιδιά ανυπομονούν «πότε θα πάμε στη θάλασσα!» και αίφνης οι κυρίες με τις τσάντες θαλάσσης, οι κύριοι με τις πτυσσόμενες καρέκλες και ομπρέλες, τα παιδιά και εγγόνια μας με τις σαμπρελίτσες και το μαγιό ήδη φορεμένο, κατηφορίζουν προς την Καλαμίτσα.!


Οι νοτιάδες του χειμώνα σαρώνουν την αμμουδιά της Καλαμίτσας μας, την προσφέρουν καθαρή και εξαγνισμένη για να πλημμυρήσει, το καλοκαίρι, με τους κατοίκους τής Καλαμίτσας, Κηπούπολης, Νεάπολης και άλλων περιοχών της πόλης μας.
Κατέχουμε ένα μοναδικό πολύτιμο φυσικό κεφάλαιο.




Περιδιαβάζοντας

 Βαδίζω ήρεμα χωρίς επιθυμίες, χωρίς σκέψεις. Άσκηση κορμιού και ψυχής.

Ουρανός πεντακάθαρος, σκόρπισαν τα σύννεφα, το βουνό μισοφωτισμένο απέναντι γελά ανάλαφρα σε διάφανο αέρα. Ανοίγω τα μάτια μου ανοίγω το νου μάχομαι να κρατήσω στη μνήμη μου, να συμπυκνώσω σε μια ενιαία εικόνα σε ένα πλούσιο κι απλό στοχασμό, το αμίλητο, ακίνητο παρελθόν που απλόχερα μού προσφέρεται.

Κλικ αρπαχτικό …
Φωτογραφία: Γιώργος Βουλουτίδης

“Οι άνδρες στην τόγκα” - Η εξέγερση των καπνεργατών της Καβάλας τον Ιούλιο του 1933

του Κυριάκου Λυκουρίνου




Μια από πιο λαμπρές σελίδες στην ιστορία του εργατικού κινήματος της Καβάλας αποτελεί η εξέγερση των καπνεργατών τον Ιούλιο του 1933. Τα γεγονότα είναι σε γενικές γραμμές γνωστά: Στις 20 Ιουλίου η καπνεμπορική επιχείρηση Μπενβενίστε ανακοίνωσε ξαφνικά την απόλυση όλων των ανδρών καπνεργατών! Έχοντας αποφασίσει να εισαγάγει το σύστημα της “τόγκας”, της απλουστευμένης επεξεργασίας των καπνών, θα χρησιμοποιούσε μόνο γυναίκες, που είχαν χαμηλότερο μεροκάματο! Αμέσως οι καπνεργάτες κατέλαβαν τις αποθήκες, οι δυνάμεις καταστολής απέκλεισαν τα εργοστάσια, ο απεργιακός αναβρασμός εξαπλώθηκε σ’ όλους τους κλάδους και η πόλη έγινε πεδίο καθημερινών διαδηλώσεων και βίαιων συγκρούσεων. Όλη η Καβάλα τάχθηκε με το μέρος των καπνεργατών και οι Αρχές υποχρεώθηκαν να αναζητήσουν συμβιβαστικές λύσεις.
Τα γεγονότα του 1933 δεν ήταν βέβαια κεραυνός εν αιθρία. Από το 1926 που άρχισε η καπνική κρίση οι καπνεργάτες της Καβάλας βρίσκονταν σε διαρκείς κινητοποιήσεις και η στρατοκρατούμενη πόλη βάφτηκε αρκετές φορές με αίμα. Με την παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929 η κατάσταση επιδεινώθηκε και η καπνική οικονομία της περιοχής δέχθηκε ισχυρό πλήγμα στους τομείς της παραγωγής, της επεξεργασίας και του εμπορίου. Έτσι χιλιάδες κάτοικοι της Καβάλας, όσοι ζούσαν αποκλειστικά από την επεξεργασία του καπνού, βρέθηκαν αντιμέτωποι με την ανεργία και την πείνα.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 οι καπνεργάτες δεν αγωνίζονταν πλέον για τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας και την αύξηση του ημερομισθίου. Εκλιπαρούσαν για μερικά μεροκάματα, αγωνιούσαν για τα επιδόματα ανεργίας, που πάντα καθυστερούσαν, και στηρίζονταν στα “λαϊκά συσσίτια”. Κάποιοι για να προσληφθούν σε καπνομάγαζα κατέφευγαν στη βία ή επιστράτευαν αθέμιτα και ταπεινωτικά μέσα. Άλλοι μετανάστευαν για αναζήτηση καλύτερης τύχης και άλλοι προτιμούσαν να πάρουν ως αποζημίωση το 1/3 του όλου ποσού που είχαν καταβάλει στο ΤΑΚ (Ταμείο Απασχολήσεως Καπνεργατών) και να “εξέλθουν” του επαγγέλματος. Με δυο λόγια, κύριο μέλημα ήταν πια η επιβίωση. 
Οι αστικές εφημερίδες επισημαίνουν συνεχώς τους κινδύνους που εγκυμονεί η λαϊκή απόγνωση και η αγανάκτηση. Δυο μήνες πριν τα γεγονότα, ο τοπικός «Κήρυξ» προειδοποιεί: «Όταν ένα μέγιστον τμήμα του λαού υποφέρει αφάνταστα, υπάρχει κίνδυνος να ανατραπεί το καθεστώς από τους πεινώντας και τους γυμνούς και από μυριάδας ασθενών και πασχόντων αι οποίαι δεν έχουν ούτε μίαν γωνίαν σε ένα νοσοκομείον να κλίνουν το κεφάλι των». Ακόμη και οι συντηρητικοί καπνεργάτες (που πρώτοι εξασφάλιζαν εργασία μόλις άνοιγαν τα καπνομάγαζα) απειλούν «ότι παρ’ όλον το νομοταγές και τα πατριωτικά των αισθήματα, η απόγνωσις θα τους ωθήση εις παρακινδυνευμένας ακρότητας και ωρισμένας εκνόμους ενεργείας, εις ας δεν προέβησαν μέχρι τούδε ούτε οι κομμουνισταί».
Μια σπίθα λοιπόν αρκούσε για να πυροδοτήσει την “εξέγερση”. Η κινητοποίηση κράτησε μόνον έξι μέρες, που ήταν όμως αρκετές για να συγκλονίσουν την Καβάλα και να ταρακουνήσουν όλη την Ελλάδα. Μια ιδέα από την ατμόσφαιρα εκείνων των ημερών μας δίνουν οι μαρτυρίες των ανθρώπων και τα δημοσιεύματα των εφημερίδων.
Περιγράφει ο Γ. Πέγιος, μέλος της επιτροπής που συγκροτήθηκε από τον παράνομο συνδικαλιστικό μηχανισμό των καπνεργατών για να συντονίσει τον αγώνα στις αποθήκες: «Η εικόνα που παρουσίαζαν οι καπναποθήκες ήταν πραγματικά τραγική. Σε όλα τα παράθυρα των καπναποθηκών, στις οποίες ήταν κλεισμένοι οι εργάτες, κρέμονταν πένθιμα μαύρα τσούλια και σε μεγάλες χάρτινες μπλε κόλλες ήταν γραμμένα τα συνθήματα “οι άνδρες στην τόγκα – ψωμί – νερό”. Οι βραδινές ώρες ήταν εφιαλτικές για όλους τους κατοίκους της πόλης. Πέντε χιλιάδες περίπου φωνές από άνδρες και γυναίκες μέσα στη νεκρική ησυχία της νύχτας γίνονταν ανατριχιαστικό μήνυμα για ζωή και επιβίωση. Γεγονότα ανεπανάληπτα και τραγικά…».

Οι Αρχές αποτυγχάνουν να εκκενώσουν τις καπναποθήκες με τη Χωροφυλακή και καλούν δυνάμεις στρατού. Στο πρωτοσέλιδο του «Κήρυκα» της 25ης Ιουλίου η Καβάλα περιγράφεται ως στρατοκρατούμενη πόλη: «Μονάδες στρατιωτικαί ολόκληροι μετεφέρθησαν δι’ αυτοκινήτων από την Δράμαν, Ξάνθην, Πράβιον. Ισχυρά τμήματα στρατού περιέτρεχον την πόλιν και εφρούρουν τας αποθήκας. Οπλοπολυβόλα είχον τοποθετηθή εις διάφορα σημεία. Λόχοι ολόκληροι διατελούντες εν επιφυλακή ήσαν έτοιμοι προς δράσιν ανά πάσαν στιγμήν. Και εν γένει η πόλις ολόκληρη παρουσιάσθη στρατοκρατουμένη ολόκληρον την προχθεσινήν και χθεσινήν ημέραν». 
Τελικά αποφεύγεται η χρήση στρατιωτικών μέσων, κυρίως από φόβο για καταστροφή των καπναποθηκών, και οι Αρχές αποφασίζουν να κάμψουν τη θέληση των εργατών με την πείνα και τη δίψα. Διαβάζουμε στο πρωτοσέλιδο του «Ταχυδρόμου» της 24ης Ιουλίου: «Χθές, μετά το σούρουπο, και μόλις ήρχισε να νυκτώνη, ουρανομήκεις γόοι και κραυγαί ηγέρθησαν από τας αποθήκας της εταιρείας Βεμβενίστε. -Ψωμί! -Νερό!... Εις τας τραγικάς αυτάς κραυγάς των αποθηκών Βεμβενίστε απήντησαν πάραυτα παρόμοιαι θρηνώδεις κραυγαί από τας γειτονικάς αποθήκας Πετρίδου. Και οι γόοι αυτοί, οι ολοφυρμοί εσυνεχίσθησαν ενσπείρουσαι το ρίγος και την φρικίασιν εις ολόκληρον την πόλιν καθ’ όλην την νύκτα».
Τον αγώνα των έγκλειστων στηρίζουν καθημερινά οι γυναίκες και τα παιδιά τους. Συγκεντρώνονται γύρω από τις καπναποθήκες για να τους προστατεύσουν (προσπαθώντας και να περάσουν μέσα λίγο ψωμί και νερό) ή διαδηλώνουν στους κεντρικούς δρόμους της Καβάλας και στις συνοικίες. Οι συλλήψεις ανέρχονται σε εκατοντάδες, δεκάδες προσάγονται στο αυτόφωρο και καταδικάζονται σε φυλάκιση 7-25 ημερών, οι τραυματισμοί άοπλων είναι καθημερινό φαινόμενο και η απροκάλυπτη αστυνομική και στρατιωτική βία εναντίον των γυναικόπαιδων καταγγέλλεται απ’ όλο τον Τύπο: «Όλαι αυταί αι συγκεντρώσεις διελύθησαν βιαίως υπό του υποκοπάνου, πλείσται δε ήσαν οι τραυματισθείσαι...», «Ό,τι υπερβαίνει παν όριον παρεκτροπής αστυνομικών οργάνων είναι οι διαπραχθείσαι εις την οδόν Ομονοίας αγριότητες... χωροφύλακες “διά ψύλλου πήδημα” ανέσυρον τα πιστόλια των και επυροβόλουν καταδιώκοντες μικρά παιδιά και γυναίκες», «Η αγριότης της διαλύσεως και αυτών (των συνοικιακών συγκεντρώσεων) ήτο πρωτοφανής. Γυναίκες εποδοπατήθησαν, εμωλωπίσθησαν, έπεσαν λιπόθυμοι επί του εδάφους υπό τα κτυπήματα των χωροφυλάκων» («Κήρυξ» και «Μακεδονία», 26 Ιουλ.).
Με τους καπνεργάτες συμπαρατάσσεται και όλη η πόλη: Δήμος, επιμελητήρια, σωματεία, οργανώσεις, Τύπος, δεξιοί και αριστεροί πολίτες υποστηρίζουν τα αιτήματα των απεργών και με ψηφίσματά τους καλούν την κυβέρνηση να δώσει δίκαιη λύση. Ακόμη και τα συντηρητικά συνδικάτα δηλώνουν την αλληλεγγύη τους προς «τους αγωνιστάς του ξερού ψωμιού των παιδιών των» («Εθνικός Σύνδεσμος Καπνεργατών»), «προς τον διεξαγόμενον υπό των εργατών απεγνωσμένον υπέρ του ψωμιού των αγώνα» («Πανεργατικό Κέντρο»). Η Ομοσπονδία Επαγγελματικών «αποδίδει εις τον αγώνα των καπνεργατών σημασίαν αγώνος υπάρξεως» και κηρύσσει λευκή απεργία επ’ αόριστον. Τα πέντε μέλη της απεργιακής επιτροπής των επαγγελματιών «ωδηγήθησαν εις το Α΄Αστυνομικόν τμήμα ένθα εδάρησαν αγρίως παρ’ αστυνομικών οργάνων». («Ταχυδρόμος», 25 Ιουλ. ).
Η υποστήριξη είναι ανεπιφύλακτη και από τον Τύπο, τοπικό και πανελλήνιο, ακόμη και από τον «Κήρυκα». Ο ένας από τους εκδότες - ιδιοκτήτες του, Δ.Κ. Δημητριάδης, που πάντα υπερασπιζόταν την πλευρά των καπνεμπόρων, διαχωρίζει τη θέση του και αποχωρεί από την εφημερίδα! Οι εφημερίδες στο σύνολό τους θεωρούν υπεύθυνο τον «κακό δαίμονα» και «εχθρό της πόλεως», τον «απερίγραπτο» Νομάρχη Γεώργιο Ράντη: Με τις αλλοπρόσαλες και ακραίες θέσεις του (είχε ζητήσει την εκκένωση των αποθηκών με κάθε μέσο, ακόμη και με δολοφονίες εργατών!) άφησε «ένα απλό πρόβλημα» να πάρει διατάσεις εξέγερσης, «ηπείλησε να εξανάψη πυρκαϊάν άσβεστον και να θάψη υπό ερείπια την πόλιν ολόκληρον» («Ταχυδρόμος», 26 Ιουλ.).
Για το «Νέο Ριζοσπάστη» βέβαια, οι καπνεργάτες δεν αγωνίζονται μόνο για την αποτροπή των απολύσεων και το «μπάσιμο» των ανδρών στην τόγκα, ούτε μόνο ενάντια στο «φρικτό φάσμα της πείνας και της ανεργίας, που απειλεί να σπείρει μια απέραντη τραγωδία σε όλη την Καβάλλα». Ο αγώνας τους έχει ευρύτερους πολιτικούς στόχους: «Μαζύ με τα παραπάνω αιτήματά τους οι ηρωικοί και δοκιμασμένοι καπνεργάτες της Καβάλλας, διαδηλώνουν ακόμη την ατράνταχτη θέλησή τους να υπερασπίσουν το Κόμμα τους, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ελλάδος. Γιατί ξέρουν πολύ καλά ότι το χτύπημα του Κομμουνιστικού Κόμματος είνε χτύπημα της εργατιάς, του μεροκαμάτου τους, του ψωμιού τους».
Η εξέγερση έληξε με την υπογραφή Πρωτοκόλλου από τον Υπουργό Γενικό Διοικητή Θράκης Μ. Μαντά. Η κυβέρνηση υλοποίησε τη δέσμευσή της και ρύθμισε με νόμο την εργασία ανδρών και γυναικών στην τόγκα, σε αναλογία 50-50%, καθώς και άλλα ζητήματα για το μισθό, την εργασία και την ασφάλιση. Η ρύθμιση για την εργασία των ανδρών στην τόγκα κράτησε 20 χρόνια, όμως οι προβλεπόμενες συνδικαλιστικές ελευθερίες και η αμνηστία δε υλοποιήθηκαν. Σε ένα μήνα η κυβέρνηση Τσαλδάρη έπαυσε τα ελεγχόμενα από το ΚΚΕ σωματεία και προχώρησε σε μαζικές συλλήψεις και εκτοπίσεις των στελεχών που πήραν μέρος στην εξέγερση.




Μαρτυρίες  
Η Κατίνα Χατζηκωνσταντίνου, 16χρονη κοπελίτσα τότε, θυμάται: «Τη μέρα που βγήκα από το Ορφανοτροφείο, η Καβάλα ήταν στα μαύρα φορεμένη. Οι καπνεργάτες είχαν κλειστεί επί μία εβδομάδα στα καπνομάγαζά τους, βγάλανε μαύρες σημαίες από τα παράθυρα και συνεχώς φωνάζανε “ψωμί, νερό, δουλειά – ψωμί, νερό, δουλειά”. Άκουσα και έφριξα. Δάκρυσα και πόνεσε η ψυχή μου... Ακόμη ηχούνε στ’ αυτιά μου οι φωνές από τη Σμύρνη, όταν της βάλανε φωτιά, και οι φωνές των εργατών που ήταν μια βδομάδα κλεισμένοι στα καπνεργοστάσια» [Κατίνα Λαχουβάρη – Χατζηκωνσταντίνου, Δύσκολα Χρόνια. Από τη Σμύρνη στην Καβάλα - Στο Ορφανοτροφείο - Πόλεμος και Κατοχή, έκδ. Συλλόγου Μικρασιατών Ν. Καβάλας «Μνήμη Μικράς Ασίας», Καβάλα 2012, σελ. 21 και 42] 

Για τους καπνεργάτες της Καβάλας η μέρα που βγήκαν από τις καπναποθήκες (27η Ιουλίου) ήταν μια μέρα νίκης και δικαίωσης του αγώνα τους. Το κλίμα περιγράφει ο Γιώργος Πέγιος: «Οι μεγάλες πόρτες (των καπναποθηκών) άνοιξαν και όλη εκείνη η ανθρώπινη μάζα ξεχυνόταν στους δρόμους. Το τι επακολούθησε κατά την έξοδο εκείνη είναι πολύ δύσκολο να το περιγράψω με λόγια. Δε θα ξεχάσω όμως όσο ζω ποτέ τις εικόνες εκείνες της χαράς και του ενθουσιασμού για την περήφανη νίκη μας.
Άνδρες και γυναίκες, χλωμοί από την πείνα και την ταλαιπωρία, με φωνές βραχνές από την εξαήμερη συνεχή ένταση, αλλά και περήφανοι, γιατί κανείς όλες αυτές τις μέρες δε σκέφτηκε να λυγίσει ούτε που λιποψύχισε. Όλοι με το κεφάλι ψηλά έπεφταν στις αγκαλιές των δικών τους, που ξενυχτούσαν από έξω. Μωρομάνες που άφησαν αβύζαχτα μωρά, άνδρες που εγκατέλειψαν στην τύχη τις οικογένειές τους έσμιγαν και φιλιόντουσαν. Το κέρδισμα της μάχης που έδωσαν για δουλειά και ψωμί, τους έκανε να ξεχάσουν για λίγο το μαρτύριο που πέρασαν όλες εκείνες τις εφιαλτικές μέρες». [Γιώργος Πέγιος, Από την ιστορία του συνδικαλιστικού κινήματος της Καβάλας (1922-1953), έκδ. ΟΑΕΔ, Αθήνα 1984, σελ. 79-80]

Ο καπνεργάτης Χρ. Αλτικουλάκης «ξαναζεί» τις στιγμές: «Όλη η Καβάλα στο πόδι. Εφτά μέρες κλεισμένοι μέσα. Τα παράθυρα ανοιχτά και φωνάζαμε εκεί. Πεινούσαμε. Νερό δεν είχαμε. Από έξω γυρνούσαν οι περιπολίες, η αστυνομία, ο στρατός. Και μας απειλούσαν με δακρυγόνα αέρια... Θα σας κάψουμε, θα σας ρημάξουμε, θα σας ρίξουμε αέρια. Εμείς τίποτα. Τι οργάνωση του σωματείου τότες!» [από τις «Προφορικές Μαρτυρίες» του Δημοτικού Μουσείου Καβάλας, δημοσιευμένη και στο διαδίκτυο]

Οι διαδηλώσεις ήταν παλλαϊκές και απλώνονταν σ’ όλη την πόλη. Ενδεικτική η ακόλουθη δημοσιογραφική περιγραφή: «Εις τας κλειστάς αποθήκας των εταιρειών Ολλανδικής, Γκλεν και Έρμαν Σπήρερ συνέρευσε πλήθος εργατών την ώραν της πρωινής εισόδου... Η διαδήλωσις, συνενωθείσα και μετ’ άλλων κατελθουσών από της πλατείας Ποταμουδίων ομάδων καπνεργατών, κατήλθεν εις τα 7:30 π.μ. ογκώδης και επιβλητική της οδού Ομονοίας... Παρά τας επανειλημμένας κατ’ αυτής επιθέσεις του στρατού και της χωροφυλακής, βοηθουμένων και υπό της αντλίας (νερού), κατώρθωσε να φθάση συμπαγής και ακεραία μέχρι της πλατείας Νικοτσάρα, καθ’ όσον καθ’ όλην την διαδρομήν της κατήρχοντο συνεχώς διά των παρόδων εις ενίσχυσίν της τμήματα εργατών εκ των συνοικιών. Εις την πλατείαν Νικοτσάρα η εκεί φρουρούσα διμοιρία πεζικού επετέθη διά των υποκοπάνων κατά των διαδηλωτών. Παρά ταύτα τμήμα αυτών κατώρθωσε να φθάση και μέχρι της Νομαρχίας, ένθα συνενώθη μετά κατελθόντων εκ της Παναγίας εργατών, τμήμα δε αυτών έφθασε διά της οδού Κουντουριώτου εις τα Ψαράδικα...». [«Κήρυξ», 25 Ιουλ.]

Ο συνεχής εγκλεισμός στα ανθυγιεινά σαλόνια των αποθηκών (περιορισμένος χώρος, ζέστη, νικοτίνη κ.ά.) και φυσικά η έλλειψη τροφής και νερού δημιουργούσαν προβλήματα υγιεινής. Ο πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου Γ. Βασιλικός και ο αντιπρόεδρος Μ. Λολίδης επισκέφτηκαν τον εισαγγελέα Σπηλιώτη (με εντολή του είχε επιβληθεί το “σκληρόν και απάνθρωπον μέτρον” της απαγόρευσης νερού και ψωμιού) και του κατέστησαν σαφή την κατάσταση. Σε τηλεγράφημα του Ιατρικού Συλλόγου προς τον πρωθυπουργό τονίζεται ο σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια υγεία, «λόγω περιορισμού εν καπναποθήκαις χιλιάδων καπνεργατών υπό συνθήκας ευνοούσας έκρηξιν επιδημιών απεριορίστου εκτάσεως». [«Κήρυξ», 26 Ιουλ.]
Σε ανταπόκριση του Ν. Αξαρλή αναφέρεται: «Η υγεία των καπνεργατών εκλονίσθη επικινδύνως και οι διάφοροι αίθουσαι των καπνεργαστασίων παρουσιάζουν όψιν νοσοκομείου. Εις πολλούς καπνεργάτας και καπνεργατρίας εσημειώθησαν συμπτώματα δηλητηριάσεως εκ της πνιγηράς ατμοσφαίρας, της κακής διαίτης και του κακού αερισμού. Ο ιατρός κ. Παπαϊωάννου, όστις εξήτασε τους ασθενείς, με διαβεβαίωσεν ότι αν εξακολουθήση η κατάστασις επί διήμερον εισέτι, θα σημειωθούν και θάνατοι. [«Μακεδονία», 25 Ιουλ.]
Κατά την απουσία του εισαγγελέα, ο εισαγγελεύων Νάνος μετέβη επί τόπου, είδε την κατάσταση και διέταξε την παροχή νερού στους έγκλειστους. «Εκομίσθησαν πάραυτα βυτία πλήρη ύδατος και ήρχισε η εκ των παραθύρων διά τενεκέδων προσδεδεμένων εις σχοινιά ύδρευσις των εγκλείστων καπνεργατών. Και ήτο πράγματο συγκινητικόν να βλέπη κανείς με πόσην λαχτάραν ανέσυραν οι διψασμένοι αυτοί άνθρωποι με τα σχοινιά από τα παράθυρα τους γεμάτους νερό τενεκέδες». [«Ταχυδρόμος», 23 Ιουλ.] Σημειωτέον ότι ο διαβόητος για τη σκληρότητά του εισαγγελέας Σπηλιώτης επανέφερε το μέτρο της απαγόρευσης. 



Το Πρωτόκολλο που υπογράφηκε έχει ως εξής:
"Σήμερον την 25ην Ιουλίου 1933 κατόπιν προσκλήσεως του Υπουργού Γενικού Διοικητού Θράκης κ. Μ. Μαντά συνήλθον εις την αίθουσαν του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου τα κάτωθι Σωματεία και Οργανώσεις: Εμπορικόν και Βιομηχανικόν Επιμελητήριον, Ομοσπονδία Επαγγελματιών, Σωματεία: Καπνεργατών Άμυνα, Πρόοδος, Φοίνιξ, Υποστήριξις και Αγάπη, συζητήσαντα επί των καπνεργατικών αιτημάτων των υποβληθέντων δια ψηφίσματος του Σωματείου Καπνεργατών η Άμυνα και υπό των λοιπών διατυπωθέντων προφορικώς αιτημάτων, και κατόπιν της υπό του Υπουργού Γενικού Διοικητού Θράκης κ. Μ. Μαντά προς την σύσκεψιν δηλώσεως του ότι εξουσιοδοτημένος παρά του Προέδρου της Κυβερνήσεως αναλαμβάνει την υποχρέωσιν όπως η κυβέρνησις λύση νομοθετικώς κατά την τρέχουσαν σύνοδον της Βουλής, ως ακολούθως τα κάτωθι αιτήματα, ήτοι εντός 25 ημερών από σήμερον.
1) Την είσοδον των ανδρών εις την επεξεργασίαν της τόγκας κατ' αναλογίαν τουλάχιστον πεντήκοντα τοίς εκατόν (50%) άνδρας και 50% γυναίκας και με κατώτερον όριον ημερομισθίου τόγκας εξήκοντα πέντε (65) δραχμάς.
2) Την ρύθμισιν του καπνεργατικού ημερομισθίου επεξεργασίας μπασμά, πασί μπαγλή βάσει του τιμαρίθμου της ζωής και των αναγκών της ζωής των καπνεργατών.
3) Την ενίσχυσιν του Τ.Α.Κ. ώστε να εκπληρώση όλας τας υπό του Κανονισμού του προβλεπόμενος υποχρεώσεις δια την χορήγησιν επιδομάτων ανεργίας γενικώς εις τους ανέργους προς βελτίωσιν πραγματικήν της θέσεως των καθ' όλον τον χρόνον της ανεργίας καθοριζομένου ως κατωτάτου ορίου των δύο πέμπτων (2/5) του ημερομισθίου.
4) Την πιστήν εφαρμογήν του νόμου περί οκταώρου εργασίας δια της αυστηρής τιμωρίας των παραβατών και
5) Τα λοιπά γενικά ζητήματα τα αναφερόμενα εις το ψήφισμα ήτοι βελτίωσις της φαρμακευτικής, νοσοκομειακής, σανατοριακής περιθάλψεως εις όλους τους καπνεργάτας και καπνεργατρίας ανεξαρτήτως πραγματοποιηθέντων παρ' αυτών ημερομισθίων, ως και η χορήγησις αμνηστείας άνευ όρων, επαφίεται, κατόπιν εμμονής του ΤΑ.Κ. επί του ζητήματος τούτου, να λυθώσι μεταξύ Κυβερνήσεως - Κ.Ο.Ε. και Ενωτικής Γενικής Συνομοσπονδίας εργατών της Ελλάδος. […]

* Στην ιστορική έρευνα και στη σύνταξη του κειμένου συνεργάστηκα με την Μαρία Παπανικολάου - Λυκουρίνου. Το κείμενο με αρκετές διαφορές και υπό τον τίτλο: "Η εξέγερση του 1933 - Οι άνδρες στην τόγκα" είχε πρωτοδημοσιευτεί από την Μαρία Παπανικολάου - Λυκουρίνου στη "Μνήμη" του Συλλόγου Μικρασιατών Καβάλας, φ. 14, Ιαν. 2014, σελ. 14-15. 

Το τοπωνύμιο “Καβάλα”

Κυριάκου Λυκουρίνου 

Το κείμενο είναι πιστή αναδημοσίευση από το έξαιρετικά ενδιαφέρον  ιστολόγιο  του ιστορικού - ερευνητή τής τοπικής ιστορίας Κυριάκου Λυκουρίνου και δημοσιεύεται με την άδειά του.  http://lykourinos-kavala.blogspot.com

 Φωτογραφία του 1853 όταν ο φωτογράφος Ernst de Carantza παρέα με τον ζωγράφο Charles Labbe ταξίδεψαν από την Κωνσταντινούπολη για να φωτογραφίσουν την Αθωνική πολιτεία. Διερχόμενοι από την Καβάλα και γοητευμένοι από την ομορφιά της, δημιούργησαν 8 εικόνες σε μεγάλες γυάλινες πλάκες. Η Καβάλα έγινε μία από της πρώτες πόλεις που φωτογραφίζονται στον κόσμο. (Σχόλιο του καβαλιώτη φωτογράφου Στράτου Καλαφάτη )


                                                                      

Το όνομα “Καβάλα” μνημονεύεται για πρώτη φορά κατά την πρώιμη περίοδο της τουρκοκρατίας, στα τέλη του 14ου αιώνα. Σύμφωνα με τουρκικά χρονικά, μία από τις θέσεις που κυρίευσαν οι Οθωμανοί κατά την προέλασή τους στη Μακεδονία, στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1380, ήταν και η Καβάλα (Qavala). Στο παλαιότερο χρονικό, τη λαϊκή αφήγηση του ιμάμη Γιαχσή Φακίχ, αναφέρεται ότι ο Χαϊρεντίν πασάς μαζί με τον Εβρενός μπέη «κυρίεψαν την Καβάλα, τη Δράμα και τη Ζίχνα, τις Σέρρες, και πήραν αυτά τα βιλαέτια ένα - ένα με συνθήκη». Δε γνωρίζουμε βέβαια αν με το τοπωνύμιο αυτό δηλώνεται η θέση της σημερινής πόλης ή η περιοχή της ημιορεινής Παλιάς Καβάλας. [1]

Εδώ πρέπει να προσθέσουμε το εξής: Το χρονικό του Γιαχσή Φακίχ, γραμμένο στα τέλη του 14ου αι., έχει σωθεί ενσωματωμένο στο χρονικό του Ασήκ Πασάζαντε, που γράφτηκε στα τέλη του 15ου αι. Εάν το τοπωνύμιο Καβάλα αναφερόταν στο κείμενο του παλιού χρονικού και δεν προστέθηκε στο δεύτερο (αντικαθιστώντας ίσως το “Χριστούπολις”), τότε μπορούμε να υποθέσουμε ότι το όνομα “Καβάλα” ίσως να προϋπήρχε της οθωμανικής κατάκτησης της πόλης.

 Το όνομα Καβάλα «επανεμφανίζεται» μισόν αιώνα αργότερα, σε σημειώσεις Γάλλου περιηγητή. Το 1433  ο διπλωμάτης  Betrandon de la Broquière, επιστρέφοντας διά ξηράς από τους Αγίους Τόπους, περνά από μια κατεστραμμένη και έρημη πόλη, την οποία ονομάζει με τη μεσαιωνική γαλλική λέξη Mussi. Πίσω από το περίεργο αυτό όνομα κρύβεται η Καβάλα. Όπως εξηγεί ο εκδότης του έργου του, ο Γάλλος περιηγητής σημείωνε συχνά όχι το όνομα ενός τόπου, αλλά τη σημασία του, όπως την άκουγε από τους ντόπιους. Qaval, γράφει, σημαίνει στα τουρκικά musette (flûte de berger), που είναι η γνωστή μας γκάιντα («αυλός», «φλογέρα βοσκού», «σουραύλι»).[2]

 To νέο όνομα αρχίζει να επικρατεί στο δεύτερο μισό του 15ου αιώνα. Σε μία από τις εκκλησιαστικές πηγές αυτής της εποχής η μητρόπολη εμφανίζεται και με τα δύο ονόματα: «Χριστούπολις τοι Καβάλα».[3] Στα 1470 διέρχεται από εδώ ο GioMaria Degli Angiolello, λοχαγός του ενετικού στρατού που οδηγείται αιχμάλωτος στην Κωνσταντινούπολη. Στο ημερολόγιό του το όνομα Chavala αναφέρεται ως τοπωνύμιο της πλαγιάς του βουνού.[4] Την ίδια εποχή, τα οθωμανικά αρχεία δίνουν αρκετές πληροφορίες για την κατοικημένη πόλη “Καβάλα”.[5]

 Για την προέλευση και σημασία του ονόματος έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις: Κατά μία εκδοχή, το σημερινό όνομα της πόλης είναι ελληνικό. Προέρχεται από τα Σκάβαλα, αρχαία αποικία της Ερέτριας, που βρισκόταν στη θέση της σημερινής Παλιάς Καβάλας, περιοχής κατάσπαρτης από μεταλλεία. Κατά την ετυμολογική ερμηνεία, το “Σκάβαλα” προήλθε από το ρήμα σκάπτω (σκαπ-, σκάβ-), δήλωνε τα σκάμματα των μεταλλείων και μετά την αποσιώπηση - αποκοπή  του αρχικού Σ κατέληξε “Καβάλα”. Από το αρχαίο όνομα, αλλοιωμένο μέσα στους αιώνες, ονομάστηκε όλη η πλαγιά του βουνού, αργότερα δε και η παράλια πόλη.[6]  

Κατά άλλη εκδοχή, που ήδη υποδηλώθηκε, το όνομα Καβάλα προέρχεται από την τουρκική - αλβανική λέξη Κaval, που, όπως είδαμε, σημαίνει «φλογέρα βοσκού».[7] Κατά την εκδοχή αυτή, η λέξη υποδηλώνει τις κτηνοτροφικές ασχολίες των πρώτων μουσουλμάνων εποίκων της γύρω ημιορεινής περιοχής, ίσως της Εσκί (της Παλιάς) Καβάλας. Όταν αυτοί εποίκισαν αργότερα την παράλια πόλη, της έδωσαν το όνομα της αρχικής τους εγκατάστασης.

 Μια διαφορετική άποψη συνδέει το όνομα της πόλης με την καταγωγή των κατοίκων της. Σύμφωνα μ’ αυτήν, οι πρώτοι μουσουλμάνοι έποικοι της γύρω περιοχής, και αργότερα της παραθαλάσσιας πόλης, προέρχονταν από την περιοχή του Ικονίου όπου υπήρχε το βυζαντινό φρούριο "Καβάλα" («φρούριον νωθεν κονίου διακείμενον, Καβάλαν νόμαζον»).[8] Οι Κονιάροι έποικοι, εξισλαμισμένοι χριστιανοί, μετέφεραν το όνομα του βυζαντινού φρουρίου αρχικά στον ημιορεινό οικισμό της Παλιάς Καβάλας, όπου πρωτοεγκαταστάθηκαν, και αργότερα, με την κάθοδό τους στα παράλια, στο κάστρο της μέχρι τότε Χριστούπολης.[9]

 Θα μπορούσαμε βέβαια να υποστηρίξουμε και μία παραλλαγή της παραπάνω άποψης: Ότι δηλ. οι Κονιάροι έποικοι εγκαταστάθηκαν απευθείας στη χερσόνησο - κάστρο της Χριστούπολης, στην οποία και έδωσαν το όνομα Καβάλα.[10] Έτσι όμως μένει ανεξήγητο το όνομα του γειτονικού χωριού, “Εσκί (Παλιά) Καβάλα”, το οποίο πρέπει να ονομαζόταν έτσι από τους πρώτους αιώνες της τουρκοκρατίας.[11] Για τον ίδιο λόγο άλλωστε θεωρείται παρακινδυνευμένη η βολική υπόθεση ότι το όνομα της πόλη προέρχεται απλά από τη λέξη “kavala”, που στα τουρκικά σημαίνει “παράπηγμα δίπλα στη θάλασσα”.[12]

 Σε αντίθεση με τις παραπάνω απόψεις, που φαίνεται να έχουν κάποιο ιστορικό έρεισμα, ελάχιστα πειστική είναι η ετυμολογική ερμηνεία πολλών δυτικών περιηγητών. Κατ’ αυτούς, το όνομα της πόλης μας είναι δυτικό (ρωμαϊκό, γενουάτικο, βενετσιάνικο ή γαλλικό), δόθηκε είτε από τους σταυροφόρους, είτε από τους Γενουάτες ή τους Βενετούς εμπόρους, όταν ίδρυσαν εδώ εμπορικό σταθμό, και προέρχεται από τη λέξη cavallo (= άλογο). Σύμφωνα με τις διάφορες παραλλαγές αυτής της εκδοχής, η πόλη ονομάστηκε έτσι, είτε επειδή ο βράχος επί του οποίου είναι χτισμένη εμφανίζει από μακριά σχήμα αλόγου ή οπλής αλόγου, είτε επειδή στο πολυσύχναστο αυτό πέρασμα της Εγνατίας οδού υπήρχε ανέκαθεν σταθμός ταχυδρομικών αλόγων, είτε επειδή εδώ υπήρχε παλιά κάποιο άγαλμα αλόγου.[13]

 Με άλογο συνδέεται και η άλλη ετυμολογική ερμηνεία, εξίσου αβάσιμη: Η πόλη ονομαζόταν λεγόταν στα αρχαία χρόνια Βουκεφάλα, όπως την είχε ονομάσει ο Μέγας Αλέξανδρος προς τιμήν του αλόγου του, και από παραφθορά αυτού του ονόματος  προήλθε το Καβάλα![14]

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Για τα χρονικά, Ελ. Ζαχαριάδου, Ιστορία και Θρύλοι των Παλαιών Σουλτάνων (1330-1400), ΜΙΕΤ, Αθήνα 1999, σ. 204-206. Για τη χρονολόγηση, IBeldiceanu-Steiner – JGiannopoulos, «Kawala», Encyclopédie de l’ Islam, τ. 4, Leiden 1978, σ. 776· Ζαχαριάδου, ό.π., σ. 204, σημ. 241· Α. Βακαλόπουλου, Ιστορία της Μακεδονίας 1354-1833, Θεσσαλονίκη 1988, σ. 35, 38 (ο συγγραφέας πιθανολογεί ότι κατελήφθη η Παλιά Καβάλα)· Μ. Kiel, «Ottoman Building Activity along the Via EgnatiaThe Cases of PazargahKavala and Ferecik», στο The Via Egnatia under Ottoman Rule (1380-1699), Πρακτικά Συμποσίου, Crete University Press, Ρέθυμνο 1996, σ. 150· Κ. Μουστάκα, «Από τη βυζαντινή Χριστούπολη στη νεοελληνική Καβάλα: διερεύνηση της ιστορίας της πόλεως κατά τη “σκοτεινή περίοδο” από τα τέλη του 14ου έως τα μέσα του 16ου αιώνα», Πρακτικά Α΄ Διεθνούς Συνεδρίου του ΙΛΑΚ, Καβάλα 2004, σελ. 243-260.

 [2] Betrandon de la Broquière, Voyage d’ outre mer et retour de Jérusalem en France, Paris 1892, σ. 571.

 [3] Δ. Ι. Λαζαρίδη, Νεάπολις, Χριστούπολις, Καβλα. Οδηγός Μουσείου Καβάλας, Αθήνα 1969, σ. 43.

 [4] Κ.Δ. Μρτζιου, Μνημεία Μακεδονικής Ιστορίας, έκδ. Ε.Μ.Σ., Θεσσαλονίκη 1947, σ. 203.

[5] Αιμ. Στεφανίδου, Η πόλη – λιμάνι της Καβάλας κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας. Πολεοδομική και ιστορική διερεύνηση (1391-1912), έκδ. ΙΛΑΚ, Καβάλα 2007.

 [6] P. Collart, Phillipes, ville de Macédoine, depuis ses origines jusqu’ à la fin de l’ époque romaine, Paris 1937, σ. 106-107. 

 [7] Ami Boué, Recueil d’ itinéraires dans la Turquie d’ Europe, Vienne 1842, σ. 149. 

 [8] Περί αυτού, F. Babinger, «Κavalla (Anatolien)», Der Islam 29 (1949-1950) 301-302.

 [9] Γ. Μπακαλάκη, «Το τοπωνύμιο Καβάλα», Α΄ Τοπικό Συμπόσιο, Η Καβάλα και η περιοχή της (Καβάλα, 18-20 Απρ. 1977), Πρακτικά, Θεσσαλονίκη 1980, σ. 129-132.

 [10] Την υπόθεση αυτή υποστηρίζει η Στεφανίδου, Η πόλη – λιμάνι της Καβάλας κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας. Πολεοδομική και ιστορική διερεύνηση (1391-1912), Καβάλα 2007.

 [11] Στα 1691 η Εσκί Καβάλα και το Κάστρο Καβάλας αναφέρονται ως τόποι όπου ζούσαν Γιουρούκοι, «απόγονοι των κατακτητών», Τ. GögbilginRumeli’ de YürüklerTatarlar ve Evlâd-i Fâtihân (Οι Γιουρούκοι, οι Τάταροι και οι απόγονοι των κατακτητών στη Ρούμελη)Istanbul 1957, σ. 262-265.

 [12] Για τις λέξεις kaval και kavala, Αντ. Β.  Θεοφυλακτίδη, Λεξικόν Τουρκοελληνικόν, Κων/πολη 1960, σ. 361. 

 [13] Ισχυρισμοί των père Bracconier, père Fr. Tarillon, Ch. Sonini, Ed. Clarke, L. Heuzey, E. le Camus και J. F. Fraser. Για τις απόψεις αυτώντων προαναφερθέντων Betrandon de la Broquière, Angiolello και A. Boué, καθώς και των P. Belon και  Robert de Dreux της επόμενης σημείωσηςβλΚ. Λυκουρίνου, «Η Καβάλα της Τουρκοκρατίας στα κείμενα των ξένων περιηγητών», Υπόστεγο 8-9 (Καβάλα, φθιν. 1997) 166-206.       

 [14] Άποψη του P. Belon, Les observations de plusieurs singularitez et choses mémorables trouvées en Grèce, Paris 1553σ. 56-61. Την επαναλαμβάνει και ο Robert de Dreux, βλH. Pernot , Voyage en Turquie et en Grèce du R.P. Robert de Dreux… (1665-1669), Paris 1925σ. 90-92

                                                              

 Το κείμενο προέρχεται (με μικρές αλλαγές) από: Κυριάκου Λυκουρίνου, «Η Καβάλα της Οθωμανικής περιόδου (τέλη 14ου αι.- 1912) Η παλιά πόλη - συνοικία της Παναγίας» στο Η παλιά πόλη της Καβάλας (7ος π.χ. – 20ος αι. ) Ο χώρος, οι άνθρωποι, τα τεκμήρια της ιστορίας, έκδ. Εξωραϊστικού  Πολιτιστικού Συλλόγου Παναγίας “Το Κάστρο”,  Καβάλα 2005, τ. 1, σ. 71-72 - Περίπου το ίδιο κείμενο (χωρίς τις υποσημειώσεις) δημοσιεύτηκε και στο βιβλίο (των Ν. Καραγιαννακίδη και Κ. Λυκουρίνου), Νεάπολις - Χριστούπολις - Καβάλα, Οδοιπορικό στο χώρο και στο χρόνο της παλιάς πόλης, έκδ. Δήμου Καβάλας, σ. 38.

http://lykourinos-kavala.blogspot.com

 


Η αμμουδιά της Καλαμίτσας, της γειτονιάς μου!

Ανεξάντλητη μου φαίνεται τούτη η ακρογιαλιά. Αμέτρητες φορές σ΄ όλες τις ώρες την έχω εξερευνήσει.