Translate

Οδοιπορικό 1873 στην Καβάλα.

Η ζωή και η κίνηση στο “πολυεθνικό λιμάνι” της Καβάλας. — Μια λογοτεχνική περιγραφή ενός ταξιδιού το 1873 του Franz von Loher.

O Franz von Loher (1818-1892) είναι ο τύπος του Γερμανού εγκυκλοπαιδιστή, πανεπιστημιακού καθηγητή, φιλελεύθερου πολιτικού και globe-trotteur του 19ου αιώνα. Διάσημος νομομαθής της εποχής του (κυρίως του πρωσικού δικαίου), διακρίθηκε στους αγώνες του το 1848 για μια φιλελεύθερη πολιτική, μπήκε φυλακή και όταν βγήκε έγινε ο εκλεκτός των φοιτητών στα πανεπιστήμια της Γοτίγγης και του Μονάχου. Επισκέφθηκε σε πολύμηνα ταξίδια την Αγγλία, την Αμερική και τον Καναδά και περιέγραψε τις χώρες αυτές και άλλες σε διεξοδικά βιβλία που προσέχτηκαν και διαβάστηκαν πολύ στην εποχή τους και αργότερα. Όταν ο άτυχος όσο και φιλόμουσος βασιλιάς της Βαυαρίας Λουδοβίκος B' είχε εκδηλώσει την επιθυμία να παραιτηθεί από το θρόνο του και να ζήσει την υπόλοιπη ζωή του μακριά από τη Γερμανία, πήρε ο ήδη βαρόνος Λέχερ την απόρρητη εντολή από τον μονάρχη να του βρει ένα τόπο αυτοεξορίας όπου δεν θα τον ενοχλούσαν οι αρχές και οι άνθρωποι. Έτσι επισκέφθηκε ο αεικίνητος λόγιος ταξιδιώτης τα νησιά του Αιγαίου, την Κρήτη και την Κύπρο. Τρία βιβλία είναι το αποτέλεσμα της περιήγησης αυτής στον ελληνικό χώρο: “Ταξίδια στις ελληνικές ακτές”, 1876, “Ακτές της Κρήτης”, 1877, και “Κύπρος - φύση -τοπίο - λαός και ιστορία”, 1878.
Στό πρόσωπο του πολυφορτωμένου με αξιώματα και επαγγελματικές απασχολήσεις νομικού και ευνοουμένου του βασιλέα της Βαυαρίας, έχουμε το σπάνιο όσο και ευτυχή εκείνο συνδυασμό της επιστημονικής παρατηρητικότητας και της καλλιτεχνικής, σχεδόν ποιητικής ευαισθησίας. Ό Λέχερ δεν είναι ο τύπος του Γερμανού κλασικού φιλολόγου ή αρχαιολόγου (ήταν άλλωστε νομικός) που με σύστημα και εμβρίθεια θα ερευνήσει, θα σκάψει, θα επιμείνει σε μια λεπτομέρεια για να εκδώσει κατόπιν ένα περισπούδαστο βιβλίο. Ούτε η ειδικότητα ούτε ο στόχος του ήταν αυτό. Είναι ο καλλιτέχνης περιηγητής, ο αισθαντικός, αυτός που διαμορφώνει την εντύπωση αισθητικά, ο λογοτέχνης του φευγαλέου και του εφήμερου. Η δύναμη του είναι η περιγραφή: των ανθρώπινων τύπων, των ηθών και των καταστάσεων. Δεν θα μάθουμε πολλά ή πολύ νέα πράγματα για την ιστορική τοπογραφία των πόλεων και των νησιών, αλλά αυτά που θα μας πει δεν θα τα ξεχάσουμε εύκολα. Είναι στυλίστας με την αίσθηση του πραγματικού, η δομή της νομικής του σκέψης τον κρατάει μακριά από τα παράξενα μονοπάτια των μονόλυκων της καθαρής λογοτεχνίας. Διδάσκει χωρίς να είναι δάσκαλος και ευαισθητοποιεί τον αναγνώστη χωρίς να είναι ποιητής.
To άρθρο που ακολουθεί είναι ένα δείγμα της γραφής του, και έχει το πρόσθετο προνόμιο να αφορά μια μακεδονική πόλη στην οποία σπάνια σταματούν οι Ευρωπαίοι ταξιδιώτες για να την περιγράψουν — την Καβάλα. Η οποία ανήκει στην κατηγορία εκείνη των πόλεων που μια άλλη της κλέβει πάντοτε την παράσταση. Ο Πειραιάς είναι καταδικασμένος να ζει στη σκιά της Αθήνας και η αρχοντική Σύρα να ζει από τα ψίχουλα της νεόπλουτης όσο και αδιάντροπης Μυκόνου. Στην ταξιδιωτική φιλολογία του 19ου αιώνα η Καβάλα υπάρχει σαν κατώφλι για τη Θάσο και τη Σαμοθράκη. Από την Καβάλα ξεκινούν οι ταξιδιώτες και ανυπομονούν να φθάσουν στα δυο νησιά. Στο άρθρο αυτό που περιγράφει την Καβάλα του 1873 (παρμένο από το βιβλίο του Λέχερ “Ταξίδια στις ελληνικές ακτές”, 1876) γράφει ο Franz von Loher:

Στην Καβάλα
“Αμέσως μετά το μεσημέρι είμαστε μπροστά από την Καβάλα πού βρίσκεται απέναντι από τη Θάσο. Τα νησιά είχαν τυλιχθεί τώρα στους γκρίζους πέπλους της ομίχλης και της βροχής, αλλά οι χέρσες ακτές διατηρούσαν ακόμη τη λαμπερή τους διαύγεια. Γαντζωμένη στο βράχο της πάνω από τη θάλασσα παρουσιαζόταν τώρα η πόλη με την ακρόπολη της, γεμάτη σημασία και χάρη, ενώ τα βουνά από πίσω: μια απαίσια πέτρινη έρημος.
Σ' αυτήν την πόλη ήθελα να βρω και να εξοπλίσω ένα μικρό καράβι για το ταξίδι μας στα νησιά, κι έναν δραγουμάνο που θα ‘κανε το διερμηνέα, το μάγειρα και τον υπηρέτη. Η Καβάλα έχει ζωηρή εμπορική κίνηση γιατί είναι εξαγωγικός λιμένας των καλύτερων τούρκικων καπνών. To φυτό αυτό ευδοκιμεί εδώ και στο γειτονικό Γενιτσέ σε βαθμό αφάνταστο. Ήδη οι Γενοβέζοι είχαν εγκαταστήσει στην Καβάλα έναν κεντρικό εμπορικό σταθμό.
Αποβιβαστήκαμε κι έπρεπε να βαδίσουμε μέσα από παχύ στρώμα άμμου που απλωνόταν σ' όλο το πλάτος της ακρογιαλιάς. Και ξαφνικά βλέπουμε μπροστά μας ένα ολόκληρο κοπάδι από γυμνά παιδιά τσιγγάνων να κουλουριάζεται στη γη, και βλάχους χωρικούς με πρόβατα για πούλημα και βουλγάρους αχθοφόρους να σπρώχνουν τις βάρκες τους και να σπρώχνουνται οι ίδιοι για ν' ανεβούν με τα εμπορεύματα τους στα καράβια. O μισός πληθυσμός των ανδρών βρισκόταν ασφαλώς στο λιμάνι, ενώ οι σοβαροί γενειοφόροι Τούρκοι κάθονταν με τα μακριά τους τσιμπούκια στο στόμα μπροστά από τα καφενεδάκια.
To καράβι μας που ήταν της εταιρίας Λόϋδ και πήγαινε για τη Θεσσαλονίκη και την Ελλάδα, διασταυρώθηκε μ' ένα ατμόπλοιο που ερχόταν από κει και πήγαινε στην Κωνσταντινούπολη. Τα πλοία συναντιούνται κάθε 14 μέρες στην Καβάλα, οπότε αρχίζουν οι πάντες να πηγαινοέρχονται για να τελειώνουν με τα εμπόρια τους, κι όταν τα πλοία έχουν φύγει απλώνεται και πάλι πάνω από την πόλη η μολυβένια σιωπή που βαραίνει εδώ κι αιώνες αυτά τα χώματα.
Κι ενώ τα πλοία που φύγαν φαίνονται ακόμη στον ορίζοντα, προβάρουν κι όλας οι κυρίες τα νέα τους στολίδια. Γιατί, αδιάφορο αν κατοικούν πολλές ή λίγες “κυρίες” στην Καβάλα, όλες διϋσχυρίζονται πως τα φορέματα τους έρχονται κατευθείαν από τα Παρίσια. To ίδιο συμβαίνει παντού στην Ανατολή. Ένας οικογενειάρχης μου παραπονιόταν με πικρά λόγια για τα τεράστια ποσά που του κόστιζαν τα λούσα της γυναίκας και των θυγατέρων του. Παρ' όλα αυτά η ζωή τους είναι φτωχή σε διασκεδάσεις κι ελεύθερο χρόνο — στο μυαλό τους δεν έχουν τίποτ' άλλο, χρόνος βγαίνει - χρόνος μπαίνει, παρά τα μεταξένια φορέματα και τα μακιγιαρισμένα προσωπάκια των εφευρετικών Γαλλίδων.

Περιήγηση της Καβάλας
Επειδή κείνη τη μέρα ήταν αδύνατο να σκεφθούμε τη διαπραγμάτευση καραβιού, αποφασίσαμε να δούμε λίγο την πόλη. Εκείνο που χτυπάει πρώτα απ' όλα στο μάτι είναι το υδραγωγείο των Γενουατών — τρεις σειρές τόξων η μια πάνω απ' την άλλη, πράγματι ένα επιβλητικό έργο. Εκεί πού εκτείνονται οι σειρές των εμπορικών καταστημάτων, σκεπάζεται ο δρόμος από πράσινα κληματόφυλλα που δημιουργούν μια ευχάριστη όψη. Στην αυλή του τζαμιού βρίσκεται ακόμη μια μισή (αρχαία) κολώνα κι ένα πέτρινο πηγάδι απ' την εποχή των Γενουατών. Ολόκληρη η αυλή σκιάζεται από ένα θαυμάσιο γιγαντιαίο πλατάνι που τον κορμό του δύσκολα μπορούν να τον ζώσουν δώδεκα άνδρες. Η σκιερή πλατεία δημιουργεί μια οικειότητα, όπως είχα συχνά την ευκαιρία να διαπιστώσω όταν βρισκόμουν σε αυλές τζαμιών. Έξω όμως τα πάντα είναι ακόμη βουτηγμένα στην παραδοσιακή ακαθαρσία των τούρκικων δρόμων, των σπιτιών και των ψυχών.
Όταν ανεβαίναμε με κόπο στην άνω πόλη μέσα από τους στενούς κακοτράχαλους δρόμους, μας συνάντησαν μερικές γυναίκες που σούρνανε τα βήματα τους “τα ζώα μου αργά”, με τις στραβοπατημένες τους παντούφλες, κουκουλωμένες τόσο άγαρμπα σ' όλο το σώμα που αμέσως διαπίστωνε κανείς πως σε μερικά χαρέμια της Καβάλας δεν είχε εισχωρήσει ακόμη ούτε μια αχτίδα φράγκικου διαφωτισμού. Μια κρεολή που μας είχε γυρίσει την πλάτη, άρχισε να φωνάζει δυνατά μόλις μας είδε ξαφνικά, σκεπάζοντας το πρόσωπο της σαν μαινόμενη με όλα της τα ρούχα. Μια πέτρα που μας πέταξαν υπόδειξε σε μας τους γκιαούρηδες να είμαστε πιο προσεκτικοί. Λένε πως ή Καβάλα αυτή εξακολουθεί να είναι ακόμη μια πραγματική φωλιά παλαιο-τουρκικού φανατισμού.
Στο πιο ψηλό σημείο της πόλης υπάρχουν οι εγκαταστάσεις ενός στρατώνα με πλήρωμα 44 άνδρες που φυλάνε μερικά παλιά σιδερένια κανόνια. Όταν φθάσαμε εδώ σ' ένα σημείο με ελεύθερο ορίζοντα όπου το βλέμμα έπεφτε στον περιζωσμένο όρμο κι από πίσω στην πέτρινη έρημο, φώναξε αυθόρμητα ο καθένας μας: “Τόρμπολε, Τόρμπολε!”. Τόσο πολύ έμοιαζε η περιοχή στον ειδυλλιακό εκείνο τόπο της ιταλικής λίμνης Garda, οπού είχαμε ζήσει, ακριβώς το περασμένο φθινόπωρο, μαζί με τα παιδιά μας μερικές ωραίες εβδομάδες. Μόνο που εδώ το γαλάζιο τ' ουρανού και της θάλασσας φαινόταν πολύ πιο λαμπερό. Αυτό όμως που έλειπε ολότελα ήταν το πράσινο των αμπελιών και των οπωροφόρων κήπων και το ήμερο γλυκό λαμπύρισμα των λιόδεντρων.”

( Από το βιβλίο του καθηγητή του Πανεπιστημίου της Βιέννης Π. Κ Ενεπεκίδη “ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ 1798 – 1912” )
(Η φωτογραφία από το ΙΜΑΡΕΤ είναι του Γ. Βουλουτίδη)

Δεν υπάρχουν σχόλια: