( απόσπασμα από εργασία του Κυριάκου Λυκουρίνου δημοσιευμένη στο Περιοδικό ΥΠΟΣΤΕΓΟ του Συνδέσμου Φίλων Γραμμάτων και Τεχνών Καβάλας, τεύχος 8-9. Οφείλω θερμές ευχαριστίες)
Από τους ξένους περιηγητές που περιπλανήθηκαν στον ελληνικό χώρο κατά τη μακραίωνη περίοδο της Τουρκοκρατίας, πάμπολλοι ήταν αυτοί που κατέγραψαν τις εντυπώσεις κι εμπειρίες τους· Τα κείμενα αυτά, που δημοσιεύτηκαν με πρωτοβουλία δική τους ή άλλου, αποτελούν αυθεντικές πηγές ανεκτίμητης αξίας. Οι ταξιδιώτες καταγράφουν ό,τι βλέπουν κι ό,τι ακούν. Δίνουν πληροφορίες γεωγραφικές, εθνογραφικές, ιστορικές, τοπογραφικές, αρχαιολογικές, λαογραφικές, φυσιογνωστικές. Προσφέρουν στοιχεία για την πολιτική, κοινωνική και οικονομική ζωή, τη σύνθεση του πληθυσμού, τους θρύλους και τις παραδόσεις των κατοίκων. Περιγράφουν το φυσικό τοπίο, τους οικισμούς, τα μνημεία, τη χλωρίδα και πανίδα και συχνά εμπλουτίζουν τις σελίδες των έργων τους με χάρτες, σχεδιαγράμματα, ζωγραφικούς πίνακες και φωτογραφίες, που απαθανατίζουν εικόνες του καθημερινού βίου, αξιοθέατα και κάθε λογής αντικείμενα. Έτσι αποκαλύπτουν άγνωστες πτυχές και αποτυπώνουν άμεσα την ταυτότητα ενός τόπου. Μέσα από το πλούσιο και πολυποίκιλο υλικό των περιηγητικών κειμένων ο ερευνητής κι ο αναγνώστης προσεγγίζουν το παρελθόν με τα μάτια του αυτόπτη, χωρίς την καταλυτική απόσταση του χρόνου, και ανακαλύπτουν πληροφορίες απρόσμενες, που δεν υπάρχουν σε καμιά άλλη πηγή.
Οι περιηγητές που πέρασαν, προγραμματισμένα ή τυχαία, από την Καβάλα ήταν λίγοι. Η πόλη δεν παρουσίαζε για τον ξένο ταξιδιώτη κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον ήταν μια μικρή, τυπική πόλη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τις λίγες δεκάδες των περιηγητών που την επισκέφτηκαν τις οφείλει στη γεωγραφική της θέση: Η Καβάλα ήταν, για όσους επέλεγαν το δύσκολο δρόμο της ξηράς, αναγκαίο πέρασμα - σταθμός στο δρόμο προς και από την
Κωνσταντινούπολη και ορμητήριο για τη Θάσο. Απ' όσους προτιμούσαν τους ασφαλέστερους και συνηθέστερους θαλάσσιους δρόμους λίγοι αποβιβάζονταν στην πόλη μας. Συνήθως αυτοί που επισκέπτονταν τα ερείπια των Φιλίππων ή ήθελαν να γνωρίσουν εκ του πλησίον τα μέρη που πρωτοπάτησε ο Απόστολος Παύλος στην ευρωπαϊκή περιοδεία του.
Τα αποσπάσματα των έργων τους που αναφέρονται στην Καβάλα είναι στις περισσότερες περιπτώσεις μικρά: από λίγες σειρές μέχρι λίγες σελίδες. Μέσα όμως απ' αυτά διαγράφεται η ιστορική ταυτότητα του τόπου μας, μια ταυτότητα αρκετά γνήσια, γιατί προκύπτει από περιγραφές και παρατηρήσεις ανθρώπων με διαφορετική προέλευση, ιδιότητα κι ενδιαφέροντα, που καλύπτουν χρονικά μια περίοδο πέντε περίπου αιώνων. Στα περιορισμένα πλαίσια αυτής της δημοσίευσης δεν είναι βέβαια δυνατό να παρουσιάσουμε εν εκτάσει τα αποσπάσματα αυτά, ούτε πολύ περισσότερο να προχωρήσουμε σε επεξεργασία, κριτική ανάλυση και ένταξη των πληροφοριών στα ιστορικά πλαίσια της εποχής τους (αδυναμία που προσπαθούμε να θεραπεύσουμε, εν μέρει βέβαια, με ελάχιστα εμβόλιμα σχόλια και παραπομπές στη βιβλιογραφία και σε αρχειακές πηγές). Θα περιοριστούμε αναγκαστικά στην απλή παρουσίαση των ξένων ταξιδιωτών και των έργων τους, θα επισημάνουμε τα θέματα που κίνησαν την προσοχή τους και θα τονίσουμε τα πιο ενδιαφέροντα, κατά την άποψη μας, σημεία από τις καταγραμμένες εντυπώσεις και μαρτυρίες τους.
Από τους ξένους περιηγητές που περιπλανήθηκαν στον ελληνικό χώρο κατά τη μακραίωνη περίοδο της Τουρκοκρατίας, πάμπολλοι ήταν αυτοί που κατέγραψαν τις εντυπώσεις κι εμπειρίες τους· Τα κείμενα αυτά, που δημοσιεύτηκαν με πρωτοβουλία δική τους ή άλλου, αποτελούν αυθεντικές πηγές ανεκτίμητης αξίας. Οι ταξιδιώτες καταγράφουν ό,τι βλέπουν κι ό,τι ακούν. Δίνουν πληροφορίες γεωγραφικές, εθνογραφικές, ιστορικές, τοπογραφικές, αρχαιολογικές, λαογραφικές, φυσιογνωστικές. Προσφέρουν στοιχεία για την πολιτική, κοινωνική και οικονομική ζωή, τη σύνθεση του πληθυσμού, τους θρύλους και τις παραδόσεις των κατοίκων. Περιγράφουν το φυσικό τοπίο, τους οικισμούς, τα μνημεία, τη χλωρίδα και πανίδα και συχνά εμπλουτίζουν τις σελίδες των έργων τους με χάρτες, σχεδιαγράμματα, ζωγραφικούς πίνακες και φωτογραφίες, που απαθανατίζουν εικόνες του καθημερινού βίου, αξιοθέατα και κάθε λογής αντικείμενα. Έτσι αποκαλύπτουν άγνωστες πτυχές και αποτυπώνουν άμεσα την ταυτότητα ενός τόπου. Μέσα από το πλούσιο και πολυποίκιλο υλικό των περιηγητικών κειμένων ο ερευνητής κι ο αναγνώστης προσεγγίζουν το παρελθόν με τα μάτια του αυτόπτη, χωρίς την καταλυτική απόσταση του χρόνου, και ανακαλύπτουν πληροφορίες απρόσμενες, που δεν υπάρχουν σε καμιά άλλη πηγή.
Οι περιηγητές που πέρασαν, προγραμματισμένα ή τυχαία, από την Καβάλα ήταν λίγοι. Η πόλη δεν παρουσίαζε για τον ξένο ταξιδιώτη κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον ήταν μια μικρή, τυπική πόλη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τις λίγες δεκάδες των περιηγητών που την επισκέφτηκαν τις οφείλει στη γεωγραφική της θέση: Η Καβάλα ήταν, για όσους επέλεγαν το δύσκολο δρόμο της ξηράς, αναγκαίο πέρασμα - σταθμός στο δρόμο προς και από την

Τα αποσπάσματα των έργων τους που αναφέρονται στην Καβάλα είναι στις περισσότερες περιπτώσεις μικρά: από λίγες σειρές μέχρι λίγες σελίδες. Μέσα όμως απ' αυτά διαγράφεται η ιστορική ταυτότητα του τόπου μας, μια ταυτότητα αρκετά γνήσια, γιατί προκύπτει από περιγραφές και παρατηρήσεις ανθρώπων με διαφορετική προέλευση, ιδιότητα κι ενδιαφέροντα, που καλύπτουν χρονικά μια περίοδο πέντε περίπου αιώνων. Στα περιορισμένα πλαίσια αυτής της δημοσίευσης δεν είναι βέβαια δυνατό να παρουσιάσουμε εν εκτάσει τα αποσπάσματα αυτά, ούτε πολύ περισσότερο να προχωρήσουμε σε επεξεργασία, κριτική ανάλυση και ένταξη των πληροφοριών στα ιστορικά πλαίσια της εποχής τους (αδυναμία που προσπαθούμε να θεραπεύσουμε, εν μέρει βέβαια, με ελάχιστα εμβόλιμα σχόλια και παραπομπές στη βιβλιογραφία και σε αρχειακές πηγές). Θα περιοριστούμε αναγκαστικά στην απλή παρουσίαση των ξένων ταξιδιωτών και των έργων τους, θα επισημάνουμε τα θέματα που κίνησαν την προσοχή τους και θα τονίσουμε τα πιο ενδιαφέροντα, κατά την άποψη μας, σημεία από τις καταγραμμένες εντυπώσεις και μαρτυρίες τους.
Αφετηρία για τη δική μας περιήγηση αποτελεί το ζοφερό 1391. Το έτος αυτό η βυζαντινή Καβάλα, η τότε Χριστούπολις, εάλω παρά των απίστων εθνών... και κατεδαφίσθη εκ βάθρων εις τάχος και οι οικήτορες ταύτης διεσκορπίσθησαν εν διαφόροις τόποις και χώρες, όπως μας πληροφορεί μια σημείωση από κώδικα του Αγίου Όρους.
Η πρώτη μαρτυρία για την τουρκοκρατούμενη πλέον πόλη προέρχεται από μία επιστολή της 23ης Ιουλίου 1425. Ο Βενετός πλοίαρχος Pietro Zen γράφει από εδώ στον αδελφό του για την κατάληψη του κάστρου Cristopoli από τα βενετικά στρατεύματα, περιγράφοντας με λεπτομέρειες τη σφοδρή σύγκρουση με τους Τούρκους, τη γύρω περιοχή και τον επίμαχο χώρο. Από την επιστολή αυτή πληροφορούμαστε ότι 35 χρόνια μετά την κατάκτηση του τόπου από τους Τούρκους η Χριστούπολις διατηρεί ακόμη το όνομα της και ότι τα νέα τείχη του κάστρου που δεσπόζει στην πόλη μας χτίστηκαν από τους κατακτητές της στις αρχές του 1425. Ο Pietro Zen τονίζει τη σπουδαία στρατηγική σημασία του κάστρου (είναι - γράφει - η δίοδος προς την Καλλίπολη, προς την Αδριανούπολη και προς ένα μέρος της Ελλάδος), εξηγώντας έτσι και την απόφαση των Βενετών να το κρατήσουν υπό την κατοχή τους και να το ενισχύσουν με πρόσθετες οχυρωματικές εργασίες.
Στην επιστολή του Βενετού πλοιάρχου δε γίνεται καμιά συγκεκριμένη αναφορά για την ύπαρξη πληθυσμού μέσα στο κάστρο. Αντίθετα από την περιγραφή προκύπτει πως ο χώρος είναι ένα μεγάλο τουρκικό στρατόπεδο, με πολλές σκηνές και ισχυρή στρατιωτική δύναμη έφιππων Τούρκων. Σημειώνεται όμως ότι ανάμεσα στους συλληφθέντες Τούρκους βρίσκονταν ο σούμπασης (στρατιωτικός και πολιτικός διοικητής του σουμπασιλίκ, υποδιαίρεσης του σαντζακίου) και ένας πρόκριτος πλουσιώτατος, ονόματι Ισμαήλ μπέης.
[Κ. Μέρτζιου, Μνημεία Μακεδόνικης Ιστορίας, Θεσσαλονίκη 1974, σ. 25-27.]
Οκτώ χρόνια αργότερα, στα 1433, διατρέχει τη Μακεδονία, επιστρέφοντας δια ξηράς από τους Αγίους Τόπους, ο Γάλλος διπλωμάτης Bertrandon de la Broquière. O περιηγητής σημειώνει ότι πέρασε από μία πόλη με το όνομα Mussi, που στο παρελθόν ήταν δυνατή, με καλή οχύρωση, αλλά τώρα είναι εντελώς κατεστραμμένη. Ένα μέρος από τα τείχη της έχει καταρρεύσει και είναι ακατοίκητη.
Πώς προκύπτει όμως η ταύτιση της Mussi με την Καβάλα; Απάντηση στο εύλογο ερώτημα δίνει ο εκδότης του έργου Ch. Schefer: Ο de la Broquière, διευκρινίζει, κατέγραψε μερικές φορές όχι το όνομα ενός τόπου, αλλά (σύμφωνα με τις πληροφορίες που του έδιναν) αυτό που σήμαινε το όνομα στην τουρκική γλώσσα. Qaval, συνεχίζει, στα τουρκικά σημαίνει musette (flûte de berger), που είναι η γνωστή μας γκάιντα. Αν η εξήγηση αυτή ευσταθεί, τότε έχουμε μια διπλή χρήσιμη πληροφορία: για την εμφάνιση του τωρινού ονόματος της πόλης μας στις αρχές του 15ου αι. και για την τουρκική προέλευση του.
[Bertrandon de la Broquière, Voyage d' outre mer et retour de Jérusalem en France par la voie de terre pendant le cours des années 1432et 1433 par —.publié par Legrand d'Aussy, Paris 1892, σ. 571]
Η πρώτη μαρτυρία για την τουρκοκρατούμενη πλέον πόλη προέρχεται από μία επιστολή της 23ης Ιουλίου 1425. Ο Βενετός πλοίαρχος Pietro Zen γράφει από εδώ στον αδελφό του για την κατάληψη του κάστρου Cristopoli από τα βενετικά στρατεύματα, περιγράφοντας με λεπτομέρειες τη σφοδρή σύγκρουση με τους Τούρκους, τη γύρω περιοχή και τον επίμαχο χώρο. Από την επιστολή αυτή πληροφορούμαστε ότι 35 χρόνια μετά την κατάκτηση του τόπου από τους Τούρκους η Χριστούπολις διατηρεί ακόμη το όνομα της και ότι τα νέα τείχη του κάστρου που δεσπόζει στην πόλη μας χτίστηκαν από τους κατακτητές της στις αρχές του 1425. Ο Pietro Zen τονίζει τη σπουδαία στρατηγική σημασία του κάστρου (είναι - γράφει - η δίοδος προς την Καλλίπολη, προς την Αδριανούπολη και προς ένα μέρος της Ελλάδος), εξηγώντας έτσι και την απόφαση των Βενετών να το κρατήσουν υπό την κατοχή τους και να το ενισχύσουν με πρόσθετες οχυρωματικές εργασίες.
Στην επιστολή του Βενετού πλοιάρχου δε γίνεται καμιά συγκεκριμένη αναφορά για την ύπαρξη πληθυσμού μέσα στο κάστρο. Αντίθετα από την περιγραφή προκύπτει πως ο χώρος είναι ένα μεγάλο τουρκικό στρατόπεδο, με πολλές σκηνές και ισχυρή στρατιωτική δύναμη έφιππων Τούρκων. Σημειώνεται όμως ότι ανάμεσα στους συλληφθέντες Τούρκους βρίσκονταν ο σούμπασης (στρατιωτικός και πολιτικός διοικητής του σουμπασιλίκ, υποδιαίρεσης του σαντζακίου) και ένας πρόκριτος πλουσιώτατος, ονόματι Ισμαήλ μπέης.
[Κ. Μέρτζιου, Μνημεία Μακεδόνικης Ιστορίας, Θεσσαλονίκη 1974, σ. 25-27.]
Οκτώ χρόνια αργότερα, στα 1433, διατρέχει τη Μακεδονία, επιστρέφοντας δια ξηράς από τους Αγίους Τόπους, ο Γάλλος διπλωμάτης Bertrandon de la Broquière. O περιηγητής σημειώνει ότι πέρασε από μία πόλη με το όνομα Mussi, που στο παρελθόν ήταν δυνατή, με καλή οχύρωση, αλλά τώρα είναι εντελώς κατεστραμμένη. Ένα μέρος από τα τείχη της έχει καταρρεύσει και είναι ακατοίκητη.
Πώς προκύπτει όμως η ταύτιση της Mussi με την Καβάλα; Απάντηση στο εύλογο ερώτημα δίνει ο εκδότης του έργου Ch. Schefer: Ο de la Broquière, διευκρινίζει, κατέγραψε μερικές φορές όχι το όνομα ενός τόπου, αλλά (σύμφωνα με τις πληροφορίες που του έδιναν) αυτό που σήμαινε το όνομα στην τουρκική γλώσσα. Qaval, συνεχίζει, στα τουρκικά σημαίνει musette (flûte de berger), που είναι η γνωστή μας γκάιντα. Αν η εξήγηση αυτή ευσταθεί, τότε έχουμε μια διπλή χρήσιμη πληροφορία: για την εμφάνιση του τωρινού ονόματος της πόλης μας στις αρχές του 15ου αι. και για την τουρκική προέλευση του.
[Bertrandon de la Broquière, Voyage d' outre mer et retour de Jérusalem en France par la voie de terre pendant le cours des années 1432et 1433 par —.publié par Legrand d'Aussy, Paris 1892, σ. 571]
H εικόνα της ερήμωσης και εγκατάλειψης αποτυπώνεται εμφαντικά στο οδοιπορικό του Gio. Maria Degli Angiolello, λοχαγού του ενετικού στρατού, τον οποίο ο Μωάμεθ ο κατακτητής συνέλαβε αιχμάλωτο στην Εύβοια (Ιούλ. 1470) και τον οδήγησε μαζί με πολλούς άλλους Ενετούς στην Κωνσταντινούπολη. Ο Angiolello κράτησε ημερολόγιο, στο οποίο κατέγραψε τις εντυπώσεις του από τα μέρη που περνούσαν. Στις 16 Αυγούστου 1470 σημείωνε ότι πέρασαν από μια πλαγιά βουνού, που ονομάζεται Chavalla, η οποία είναι εστραμμένη προς την Θάλασσαν. Εδώ ευρίσκεται μία στενωπός, επί της οποίας υπάρχουν δύο ωραιότατα κάστρα, εν επί του βουνού και το άλλο παρά την θάλασσαν, και είναι και τα δύο ακατοίκητα. Αψευδής μαρτυρία γι' αυτό είναι και τα απομεινάρια από ωραιότατους κήπους με πολλά οπωροφόρα δένδρα, που φαίνεται πως υπήρχαν κάποτε στο χώρο μεταξύ των δύο κάστρων. Τώρα, σημειώνει ο Angiolello, εγήρασαν και δεν δίδουν πλέον καρπούς. Ο τόπος αποτελεί κρησφύγετο για «κουρσάρους» που επιτίθενται και ληστεύουν τους περαστικούς.
Η μαρτυρία του Angiolello είναι πολύτιμη και για άλλο λόγο: είναι η πρώτη δυτικής προέλευσης πηγή που μας κάνει άμεσα γνωστό το όνομα Καβάλα, ως τοπωνύμιο της πλαγιάς του βουνού.
[Μέρτζιου, Μνημεία, σ.203.]

Ο Piri Reis επισκέφτηκε τη Θάσο (Tas Oz) και έγραψε για τα τρία κάστρα, τα λιμάνια, τα δάση, το ποτάμι και τις πολλές πηγές της. Έγραψε επίσης για την απέναντι ακτή: Πάνω σ' ένα στρογγυλό μέρος βρίσκεται, ένα ερειπωμένο κάστρο με το όνομα Hristupoli. Είναι ένας τόπος χωρίς λιμάνι. Αλλά ένα χρήσιμο λιμάνι σ' αυτές τις ακτές είναι η Δευτερούπολη. Η Δευτερούπολη είναι ένα ερειπωμένο κάστρο. Μπροστά απ' αυτό το κάστρο είναι ένα καλό λιμάνι, στο οποίο μπορεί να πλεύσει με άνεση μια βάρκα με πανιά. Το λιμάνι είναι ανάμεσα σε δυο βουνά αλλά τα μέρη είναι αδιάβατα. Στην περιγραφή αναφέρεται η έρημη Χριστούπολις με τα τείχη της και η Ελευθερούπολις με το κάστρο της (ο χώρος της σημερινής Νέας Περάμου με το σωζόμενο φρούριο της βυζαντινής Ανακτορουπόλεως), παραδόξως όμως δε μνημονεύεται το νέο τουρκικό κάστρο της Καβάλας. Τα παραπάνω μέρη διατηρούν τα ελληνικά ονόματα τους, όπως και η Keremide (Κεραμωτή), Portamie (Ποταμιά), άλλα όμως αναφέρονται με περίεργα τοπωνύμια, π.χ. Ajy adasy (αρκουδονήσι) η Θασοπούλα, Gezire-i-haramy (κλεφτονήσι) το νησάκι των Κοινύρων κλπ.
[Paul Kahle, Piri Reis Bahrije. Das türkische Segelhandbuch für das Mittellandische Meer von Jahre 1521, τ.ΙΙ, Berlin - Leipzig 1926, σ. 17-22. Απόδοση στα ελληνικά: Piri Reis, Bahriye. Κατακτητική ναυσιπλοΐα στο Αιγαίο (1521), εισαγ. Π. Χιδίρογλου, μετάφρ. - σχόλια Μ. Φαράντου, Αθήνα χ.χ., σ.61 -67]
Από τις μαρτυρίες των πρώτων επισκεπτών του 15ου αι., καθώς και από άλλες, επίσης δυτικής προέλευσης, πληροφορίες των αρχών του 16ου αι., φαίνεται να εξάγεται το ασφαλές συμπέρασμα ότι μετά το 1391 (ή τουλάχιστον το 1425) και μέχρι περίπου το 1520-1530 ο χώρος της σημερινής Καβάλας μένει έρημος, ακατοίκητος και εγκαταλελειμένος. Όμως αυτή η, ως τώρα κρατούσα, άποψη έρχεται σε αντίθεση με αναμφισβήτητης εγκυρότητας στοιχεία από δημοσιευμένες τουρκικές αρχειακές πηγές, από τα οποία συνάγεται με βεβαιότητα ότι από το 1450 μέχρι το 1520 η πόλη της Καβάλας κατοικείται και μάλιστα από πληθυσμό κατά το πλείστον ελληνικό.
Η πρώτη πληροφορία για την ίδρυση μιας νέας πόλης, της Καβάλας, προέρχεται από το Γάλλο γιατρό και φυσιοδίφη Pierre Belon, τη μεγάλη περιηγητική φυσιογνωμία του 16ου αιώνα. Ο Belon ταξίδεψε στην Ανατολή τρία ολόκληρα χρόνια, από το 1546 μέχρι το 1549, και συγκέντρωσε ένα πραγματικό θησαυρό πληροφοριών.
Την πόλη μας επισκέφτηκε κι έμεινε τρεις μέρες πιθανότατα το 1547, είκοσι δηλ. χρόνια μετά την επανίδρυση της, που με βάση δική του μαρτυρία χρονολογείται στα 1527 ή 1528. Κατά τον Belon, η Καβάλα συνοικίστηκε στη θέση της αρχαίας πόλης «Βουκέφαλα», που μετονομάστηκε έτσι από το Μ. Αλέξανδρο προς τιμή του αλόγου του, ενώ μέχρι τότε έφερε το όνομα Chalastrea (Χαλάστρα;)! Πρώτοι κάτοικοι της νέας πόλης ήταν 500 Εβραίοι, τους οποίους μετέφεραν οι Τούρκοι από τη Βουδαπέστη και το Albaregal μετά τον ουγγροτουρκικό πόλεμο (προφανώς τη μάχη του Μοχάτς, 1526). Έτσι, παρότι δεν είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που ήταν έρημη και εντελώς κατεστραμμένη, όπως γράφει κατά λέξη, άρχισε να αναπτύσσεται και το 1547 ήταν ήδη, σημειώνει, ένας όμορφος πολυάνθρωπος οικισμός, αφού στους πρώτους Εβραίους κατοίκους είχαν προστεθεί και Έλληνες από τις γύρω περιοχές και Τούρκοι. Η Καβάλα, ζωντανή πια σ' αυτήν την επίκαιρη θέση, είναι ένα από τα κλειδιά της Μακεδονίας. Ο Belon αναφέρεται εκτενώς και στα μεγάλα έργα που έγιναν στη νεόδμητη πόλη γύρω στα 1530 από τον «Abrahin», (Ιμπραήμ) πασά, βεζύρη του σουλτάνου Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς. Περιγράφει το νέο περίβολο της πόλης, με τον οποίο επεκτάθηκαν τα όρια της (περίπου στη νότια πλευρά της σημερινής κεντρικής πλατείας, την αρχή της οδού Ομονοίας και τις Καμάρες), τον «καρμπασαρά» (καρα-βάν-σεράι), δηλ. το μεγάλο πανδοχείο που τον φιλοξένησε και τοποθετείται κάπου στη σημερινή πλατεία του Αγίου Νικολάου, το εντυπωσιακό Υδραγωγείο (Καμάρες), με το οποίο το πολύτιμο νερό έφτανε σε κάθε σημείο της πόλης, δίνοντας της ζωή, τα λουτρά και το μουσουλμανικό τέμενος Imbraim pascha dzamisi, το οποίο τέσσερις αιώνες αργότερα μετατράπηκε σε εκκλησία (του Αγίου Νικολάου). Περιγράφει επίσης το επιβλητικό βυζαντινό τείχισμα με τους πύργους του, που διατηρείται ακόμη σε πολύ καλή κατάσταση, και το λιμάνι της πόλης: είναι μεγάλο αλλά ευπρόσβλητο στην τρικυμία, γι' αυτό συχνά τραβούν τα πλοία και τις βάρκες στην ξηρά.
Ιδιαίτερη σημασία έχουν όμως και οι εθνολογικές παρατηρήσεις του Belon: Σ όλες τις πόλεις της ανατολικής Μακεδονίας επικρατούσε ακόμη ο παλιός ελληνικός πληθυσμός και οι κάτοικοι τους μιλούσαν την ελληνική γλώσσα, εκτός βέβαια από τους Εβραίους που μιλούσαν ισπανικά και γερμανικά. Μόνο έξω από τις Σέρρες οι χωρικοί χρησιμοποιούσαν παράλληλα με την ελληνική και τη σερβική γλώσσα.
[P. Belon, Les observations de plusieurs singularitez et choses mémorables, trouvées en Grèce, Asie, Judée, Egypte, Arabie, et autres pays estranges, rédigées en trois livres, Paris 1553, σ.56-61α. Σε άλλες εκδόσεις: Paris 1554, σ.54 κ.ε., 1588, σ. 123 κ.ε., 1638, σ. 128 κ.ε.]

Το πρώτο είναι η περιγραφή του «τειχίσματος» της Χριστουπόλεως, που κτίστηκε στις αρχές του 14ου αιώνα από τον Ανδρόνικο Β' τον Παλαιολόγο κι εκτεινόταν από τη βόρεια πλευρά των τειχών της πόλης (τις Καμάρες) μέχρι την κορυφή του απέναντι υψώματος (το παλιό Σανατόριο), όπου συναντούσε τέσσερις μεμονωμένους πύργους. Επί τον βουνού, σημειώνει ο Cavazza, διακρίνονται μερικοί πύργοι και εν παραπέτασμα τοιχοδομίας, περί ων λέγεται ότι είναι τα υπολείμματα της παλαιάς πόλεως που ήτο εκεί. Είναι εμφανείς οι αλλαγές που έχουν συντελεστεί: Το τείχος που περιέγραψαν με θαυμασμό ο Angiolello το 1470 και ο Belon το 1547 και το οποίο σωζόταν σχεδόν ακέραιο στα χρόνια του δευτέρου, έχει αρχίσει μισόν αιώνα αργότερα να καταστρέφεται. Τα λείψανα της βυζαντινής Καβάλας αρχίζουν να σβήνουν.
Το δεύτερο ενδιαφέρον σημείο είναι η αναφορά στο ναυπηγείο της πόλης, όπου κατασκευάζονταν μεγάλες γαλέρες. Η τοποθέτηση του στο πιο βαθύ μέρος της κοιλάδας, δίπλα στις Καμάρες, δεν αφήνει αμφιβολία ότι το σημερινό καρνάγιο συνεχίζει στον ίδιο χώρο μια παράδοση 400 τουλάχιστον χρόνων.
Το τρίτο είναι η σημείωση του Cavazza ότι στο ναυπηγείο (και συγκεκριμένα για την κατασκευή της γαλέρας του μπέη της Καβάλας) εργάζονταν μερικοί Έλληνες ιερείς. Η λεπτομέρεια αυτή υποδηλώνει πιθανότατα τη μείωση του χριστιανικού πληθυσμού, φυσική συνέπεια της οποίας θα ήταν η αδυναμία των ολιγάριθμων πλέον χριστιανών να συντηρήσουν τους ιερείς τους. Αν η εικασία αυτή είναι βάσιμη, τότε λογικό είναι και το συμπέρασμα ότι η μείωση του αριθμού των χριστιανών κατοίκων (οι οποίοι, όπως προαναφέρθηκε, 70 χρόνια πριν αποτελούσαν πλειονότητα στην πόλη της Καβάλας) οφείλεται είτε σε φυγή προς άλλους τόπους, είτε, το πιθανότερο, σε εξισλαμισμούς, εκούσιους ή ακούσιους.
[Gabrielle Cavazza, Viaggio di un ambasdatore Veneziano da Venezia a Constantinopoli nel 1591, Venezia 1886, σ.57-58. Απόδοση στα ελληνικά, Κ. Μέρτζιου, Μνημεία, σ. 138-139.]
( απόσπασμα από εργασία του Κυριάκου Λυκουρίνου δημοσιευμένη στο Περιοδικό ΥΠΟΣΤΕΓΟ του Συνδέσμου Φίλων Γραμμάτων και Τεχνών Καβάλας, τεύχος 8-9 )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου