Translate

Το Ιμαρέτ της Καβάλας

Επιμέλεια κειμένων: Ελευθερία Γ. Βουλουτίδου* 
(Πτυχιακή Εργασία)
Φωτογραφίες.: Γιώργος Κ. Βουλουτίδης



Eνα από τα ιστορικά μνημεία της πόλης της Καβάλας, το Ιμαρέτ, παρουσιάζεται σε δύο ενότητες: Μία γενική, όπου αναφέρεται ο θεσμός των Ιμαρέτ, και μία ειδικότερη, όπου επιχειρείται η παρουσίαση του μνημείου “Ιμαρέτ” της Καβάλας.
Στην πρώτη ενότητα παρουσιάζεται κατ’ αρχήν ετυμολογικά και αναλύεται η βαθύτερη έννοια της λέξης “Ιμαρέτ” για τον Ισλαμικό κόσμο, ενώ τονίζονται οι ιδέες που αποτελούν τη βάση της δημιουργίας του. Επίσης αναλύεται η δομή του συστήματος και γίνεται μια απόπειρα σύγκρισής του με παρόμοια οικιστικά συστήματα της Ρωμαϊκής και Αρχαίας Ελληνικής εποχής.
Η δεύτερη ενότητα ασχολείται αποκλειστικά με τον χώρο του Ιμαρέτ της Καβάλας. Παρουσιάζεται το ιστορικό πλαίσιο και οι συνθήκες δημιουργίας του ιδρύματος καθώς και η πορεία του μέσα στο χρόνο όσον αφορά στη διοίκηση, τη μορφή και τη λειτουργία του μέχρι την εποχή που το Ιμαρέτ παύει πλέον να προσφέρει υπηρεσίες. Η εργασία παρουσιάζει με λεπτομέρειες την κατασκευή και τον διάκοσμο των κτηρίων του Ιμαρέτ και κλείνει με ένα γενικό συμπέρασμα - επίλογο πάνω στην προσφορά του ιδρύματος για την πόλη της Καβάλας.
Έτσι, στόχος είναι όχι μόνο η απλή παράθεση των στοιχείων του Ιμαρέτ και η περιγραφή του, αλλά και η κατανόηση της λειτουργίας και της προσφοράς του στην περιοχή της Καβάλας και στον πληθυσμό της, ανεξαρτήτως θρησκεύματος και υπηκοότητας, ώστε να αναδείξει το μνημείο όχι απλά με αφορμή την ιδιαίτερη εξωτερική του εμφάνιση (η οποία είναι προφανής) και την παλαιότητά του, αλλά για την ιδεολογία της ύπαρξής του και την προσφορά του στη ζωή των ανθρώπων της τοπικής κοινωνίας.

Α. ΓΕΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΙΜΑΡΕΤ

1. ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ “ΙΜΑΡΕΤ”
Η λέξη “Ιμαρέτ” προέρχεται από την αραβική λέξη imara που σημαίνει κατασκευή. Συγκεκριμένα προέρχεται από την Αραβική ρίζα ΄A M R και αποδίδει τις λέξεις ΄amr (“ζωή”) και isti’mar (“ανάπτυξη μίας περιοχής / τόπου”). Ιμαρέτ (ή αλλιώς kulliye) ονομάζεται μια αστική μονάδα που αποτελείται από μια αγορά, ένα τζαμί και άλλα αγαθοεργά ιδρύματα. Στην τουρκική Ιμαρέτ ονομάζονται επίσης και οι κουζίνες του ιδρύματος που προσφέρουν φαγητό στους φτωχούς.
Πολύ περισσότερο όμως η λέξη έχει την έννοια της διαμόρφωσης ενός τόπου ή μιας χώρας. Έτσι, κατά μία γενικότερη έννοια, στα τουρκικά το “Ιμαρέτ” είναι συνώνυμο με την έννοια της “ισλαμικής ανάπτυξης”. Η ουσία του Ιμαρέτ είναι η ίδια η ζωή και το αποτέλεσμα του είναι η εδραίωση και η ανάπτυξη. Όπως χαρακτηριστικά υποστηρίζουν και οι Μουσουλμάνοι: “Ιμαρέτ είναι η καρδιά της ανάπτυξης του Ισλάμ, γύρω από το οποίο ανθίζει ο πολιτισμός.”

2. ΤΟ ΟΘΩΜΑΝΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΩΝ ΙΜΑΡΕΤ
Η κατασκευή των Ιμαρέτ παρείχε στην πόλη δημόσιες υπηρεσίες και αγορές παίζοντας σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της πόλης. Τα Ιμαρέτ ήταν λοιπόν ένας παλιός ανατολίτικος θεσμός που οι Οθωμανοί υιοθέτησαν και δημιούργησαν σε πολλές πόλεις τους. Ήταν ένα σύμπλεγμα από ιδρύματα – Αγορά, μεντρεσέ (ιεροδιδασκαλείο), νοσοκομείο, χανείο, υδραγωγείο, δρόμους και γέφυρες – αλλά και ιδρύματα που προσέφεραν τα χρήματα για τα έξοδα συντήρησης του συγκροτήματος : ξενοδοχείο, αλευρόμυλους, σφαγεία και κουζίνες κ.τ.λ. Τα θρησκευτικά και αγαθοεργά ιδρύματα συγκεντρώνονταν γύρω από το τζαμί, ενώ τα προσοδοφόρα απλώνονταν γύρω του ή χτίζονταν σε πιο απόμακρο και κατάλληλο μέρος. Αυτά τα Ιμαρέτ αποτελούσαν βασικό στοιχείο στα σχέδια όλων των Οθωμανικών πόλεων, δίνοντάς τους ξεχωριστό χαρακτήρα, και μέχρι πρόσφατα κυριαρχούσαν στον ορίζοντα πόλεων στην Ανατολία και τα Βαλκάνια.

3. Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΩΝ ΙΜΑΡΕΤ
Παλιότερα τα Ιμαρέτ ιδρύονταν με την προοπτική δημιουργίας μιας νέας πόλης ή μιας νέας γειτονιάς σε μια ακατοίκητη περιοχή. Το Ιμαρέτ ήταν η βάση της ανάπτυξης και τα οικιστικά σύνολα αναπτύσσονταν γύρω από αυτό. Με βάση το στοιχείο αυτό η κατασκευή των Ιμαρέτ ομοιάζει αυτή των Αρχαίων Ελληνικών και των Ρωμαϊκών αγορών όσον αφορά το στοιχείο της συγκέντρωσης.
Για τους αρχαίους Ρωμαίους, η αστική μονάδα που αντιστοιχεί στα Ιμαρέτ αποτελούνταν από την Αγορά και την Βασιλική (αστικό κέντρο και ναός). Η Βασιλική εξελίχθηκε αργότερα από διοικητικό κέντρο και κέντρο λήψεως αποφάσεων σε τόπο λατρείας, και ενσωματώθηκε στην Αγορά. Το ίδιο περίπου μοντέλο υπάρχει και στην αρχαία Ελλάδα, με την μορφή της αγοράς και του ναού: Λατρεία, πολιτική ζωή και εμπόριο συνυπάρχουν και λειτουργούν μέσα στα “κοινά” της πόλης.
Επίσης, όλοι οι μεγάλοι πολιτισμοί υποστήριξαν και υποβοήθησαν το εμπόριο, και το κατάφερναν με το να εξυπηρετούν τους πελάτες αλλά και τους εμπόρους. Αγορές και χανεία υπήρχαν σε όλες τις μεγάλες πόλεις του παρελθόντος, που συναγωνίζονταν μεταξύ τους στις δωρεάν παροχές προς τους ξένους εμπόρους, έχοντας κατανοήσει ότι το εμπόριο θα τους φέρει πλούτο και ευημερία. Τα χανεία αυτού του είδους, ή στην τουρκική caravanserais, έγιναν αναπόσπαστο κομμάτι όχι μόνο της μουσουλμανικής φιλοξενίας προς τους εμπόρους αλλά και της δομής των Ιμαρέτ, καθιστώντας τα με αυτόν τον τρόπο όμοια με τις κλασσικές δομές ανάπτυξης των πόλεων των μεγάλων πολιτισμών.


Β. ΤΟ ΙΜΑΡΕΤ ΤΗΣ ΚΑΒΑΛΑΣ

1. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ:
Η ίδρυση του Ιμαρέτ από τον Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου.
Το Ιμαρέτ ή kulliye της Καβάλας, το μεγάλο συγκρότημα της τελευταίας Οθωμανικής περιόδου, βρίσκεται στη χερσόνησο της Παναγίας. Στην περιοχή αυτή εκτείνονταν επί τουρκοκρατίας η πόλη, περιορισμένη μέσα στο τείχος μέχρι το 1864. Το φιλανθρωπικό αυτό ίδρυμα, το Ιμαρέτ, όπως είναι περισσότερο γνωστό, κτίστηκε από τον Μεχμέτ Αλή, το βαλή της Αιγύπτου και ιδρυτή της τελευταίας Αιγυπτιακής δυναστείας.
Ο ίδιος ο Μεχμέτ Αλή γεννήθηκε στην Καβάλα το 1769. Γιός ενός Τουρκαλβανού Αγά, του Ιμπραήμ, ο Μεχμέτ Αλή ορφάνεψε μικρός και αρκετά νέος κατατάχτηκε στον τουρκικό στρατό, όπου προσέφερε πολλά. Το 1801, έχοντας τον βαθμό του υπολοχαγού, έλαβε μέρος στις μάχες κατά των στρατιών του Ναπολέοντα Βοναπάρτη που είχαν καταλάβει την Αίγυπτο από το 1798. Κατάφερε να απελευθερώσει την Αίγυπτο από τους Μαμελούκους και τους ξένους κατακτητές και έπειτα από λίγα χρόνια, βασιζόμενος στην εμπειρία αλλά και τη δύναμη που είχε αποκτήσει επαναστάτησε κατά του Πασά της Αιγύπτου και τον αντικατέστησε στα καθήκοντά του, φαινομενικά διορισμένος, ενώ στην πραγματικότητα πήρε το νέο αξίωμα με την βοήθεια των οπαδών του.
Στη διάρκεια της βασιλείας του κατόρθωσε, μέσα σε λίγα χρόνια, να βάλει τα θεμέλια της αναδιοργάνωσης του κράτους του Νείλου σε όλους τους τομείς. Ποτέ όμως δεν λησμόνησε την γενέτειρά του. ΄Οσοι συμπατριώτες του Καβαλιώτες κατέφευγαν στην Αίγυπτο, έβρισκαν προστασία. Το 1817 ίδρυσε στην Καβάλα το Ιμαρέτ, ένα τεράστιο οικοδόμημα, το οποίο λειτούργησε ως το 1902 σαν Ιεροδιδασκαλείο και έπειτα ως το 1923 ως φιλανθρωπικό ίδρυμα για την παροχή δωρεάν συσσιτίου στους φτωχούς.
Την εποχή που ο Μεχμέτ Αλή αποφασίζει να ιδρύσει το Ιμαρέτ, η Καβάλα είναι μια μικρή πόλη με πληθυσμό 3000-4000 κατοίκων, οι περισσότεροι δε εξ αυτών είναι Τούρκοι. Είναι ωστόσο σημαντικό λιμάνι που λειτουργούσε ήδη από τον 18ο αιώνα ως κύριος αποθηκευτικός σταθμός εμπορευμάτων και βρισκόταν κοντά σε στενό και εύκολα ελεγχόμενο πέρασμα του δρόμου προς την Ανατολή. Όπως λέγεται, ο Αλή διάλεξε την Καβάλα, όχι για κανένα άλλο λόγο, αλλά γιατί ήταν ο τόπος που γεννήθηκε. Όσο για τη Θάσο, το εύφορο σχετικά νησί με την πλούσια ξυλεία, την οποία μπορούσε να εκμεταλλευτεί για την συντήρηση των πλοίων του, αναφέρεται ότι του παραχωρήθηκε από την Πύλη το 1807 ύστερα από δική του απαίτηση, προκειμένου να έχει την δυνατότητα να περιορίσει την βαριά φορολογία και έτσι να ανταμείψει τους κατοίκους για τη βοήθεια που κατά καιρούς του είχαν προσφέρει. Τις δύο αυτές περιοχές ο πασάς τις αφιέρωσε σαν βακούφι, προς όφελος του συγκροτήματος του Ιμαρέτ και των κατοίκων των δύο περιοχών.
Οι λόγοι που προβάλλονται για αυτές τις αποφάσεις του Μεχμέτ Αλή δεν είναι μόνο συναισθηματικοί. Λέγεται ότι είχε ζητήσει από τον Μαχμούτ Β΄ και άλλη εναλλακτική λύση: Να κατασκευάσει στην Καβάλα αντί για το Ιμαρέτ ένα νέο λιμάνι που θα κάλυπτε τις εμπορευματικές ανάγκες τις πόλης, για τις οποίες δεν επαρκούσε πια το παλιό και θα πρόσφερε τη δυνατότητα παραμονής εκεί πολεμικών και άλλων μεγάλων σκαφών. Ο Σουλτάνος όμως, γνωρίζοντας πως ο βεζύρης του είχε πάντα τάσεις ανεξαρτητοποίησης, αντιμετώπισε την πρότασή του αυτή με δυσπιστία και τελικά προτίμησε την ίδρυση ενός kulliye. Το ίδρυμα αυτό θα μπορούσε να ικανοποιήσει μόνο έμμεσα τα φιλόδοξα σχέδια του πασά, καθώς οι απόφοιτοι των μεντρεσέδων αποτελούσαν την πνευματική και νομική ηγεσία της χώρας, ενώ από την άλλη θα έλεγχε τα εισοδήματά του, καθώς μεγάλο μέρος των προσόδων του βακουφιού του πασά θα προορίζονταν από εδώ και πέρα για το κοινωφελές ίδρυμα.

2. ΜΟΡΦΗ, ΔΟΜΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΙΜΑΡΕΤ
Τα kulliye είναι συγκροτήματα δημοσίων κοινωφελών κτισμάτων διαφόρων χρήσεων, που βρίσκονται συγκεντρωμένα γύρω από ένα τζαμί. Αρχικά όλες οι λειτουργίες ενός kulliye εκφράζονταν στο τζαμί, πού ήταν συγχρόνως τόπος προσευχής, διδασκαλίας, ξενώνας κ.τ.λ., ενώ αργότερα καθεμία από τις λειτουργίες αυτές στεγάστηκε σε ανεξάρτητο κτίσμα. Το kulliye του Μεχμέτ Αλή (ή αλλιώς Ιμαρέτ) στην τελική του μορφή αποτελείται από δύο μεντρεσέδες (εκπαιδευτικά ιδρύματα-ιεροδιδασκαλεία) και δύο μεστζίτ (αίθουσες διδασκαλίας και χώροι προσευχής), ένα ιμαρέτ (κουζίνα), ένα μεκτέμπ (σχολείο πρώτης βαθμίδας) και τα γραφεία της διεύθυνσης.
Η εκπαίδευση των μουσουλμάνων, στοιχειώδης στα μεκτέμπ και ανώτερη στους μεντρεσέδες, θεωρούνταν ήδη από τον 18ο αιώνα παρωχημένη, καθώς οι παρεχόμενες γνώσεις δεν αναπροσαρμόζονταν με τον καιρό. Το kulliye της Καβάλας κτίζεται στη μεταβατική περίοδο , όταν αρχίζει να αμφισβητείται το παραδοσιακό θρησκευτικό σύστημα και η Ανατολή συναντά το ανανεωτικό πνεύμα της Δύσης, κτίζεται πολύ περισσότερο από τον Μεχμέτ Αλή, που είναι δεκτικός στα δυτικά επιτεύγματα και είναι έτοιμος να αρχίσει ένα πρόγραμμα εκσυγχρονισμού της εκπαίδευσης αλλά και του διοικητικού συστήματος της Αιγύπτου. Παρόλα αυτά, το γεγονός ότι το kulliye παρείχε την παραδοσιακή θρησκευτική εκπαίδευση στους μαθητές του, καθιστά κατανοητή την οπισθοδρομικότητα του προγράμματος διδασκαλίας και τις αργές αλλαγές.
Στους δύο μεντρεσέδες της Καβάλας υπήρχαν 61 κατοικήσιμοι χώροι, 25 στον πρώτο και 36 στον δεύτερο όροφο, που στέγαζαν 60 οικοτρόφους το καλοκαίρι και 300 το χειμώνα, ανά τέσσερεις ή πέντε σοφτάδες σε κάθε δωμάτιο. Η διάρκεια των σπουδών τους δεν ήταν περιορισμένη και οι μαθητές ερχόταν σε μικρή ηλικία και μπορούσαν να μείνουν για πολλά χρόνια. Είχαν δωρεάν τροφή και στέγαση, έπαιρναν και ένα μικρό χρηματικό ποσό για τις προσωπικές τους ανάγκες (γύρω στα 30 γρόσια τον μήνα), ήταν δε απαλλαγμένοι από την στρατιωτική θητεία. Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι το 1859 υπήρχαν στους μεντρεσέδες τρεις καθηγητές και ο ένας από αυτούς δίδασκε συγχρόνως ιστορία, γεωγραφία, μαθηματικά, αραβική γλώσσα και ποίηση, ενώ δεν είναι γνωστά τα μαθήματα που διδάσκονταν από τους υπόλοιπους. Γύρω στα 1873 αναφέρεται ότι προσλήφθηκαν οκτώ καθηγητές και υπήρχαν πάνω από 100 μαθητές. Οι γνώσεις τους όμως ήταν πολύ περιορισμένες σε σχέση με την δυτική εκπαίδευση της εποχής μιας και ακολουθούσαν πιστά τα Ιερά Βιβλία. Τα τελευταία χρόνια η εκπαίδευση τους περιορίζονταν στην αποστήθιση περικοπών από το Κοράνι και στη σύνταξη συστατικών για τα γράμματα που υπήρχαν στα διάφορα κεφάλαιά του. Στο μεκτέμπ, σχολείο της πρώτης βαθμίδας αντίστοιχο με τα σημερινά δημοτικά, διδάσκονταν, όπως αναφέρεται στις επιγραφές, το μάθημα της θεολογίας και της καλής αγωγής..
Το Ιμαρέτ μοίραζε από την αρχή της λειτουργίας του δωρεάν φαγητό στους σοφτάδες και τους φτωχούς και ανήμπορους της πόλης ανεξάρτητα από την θρησκεία τους, ενώ κατά τη διάρκεια των γευμάτων τους ο Χότζας διάβαζε αποσπάσματα από το Κοράνι. Το ίδρυμα παρείχε το τυπικό σ’ αυτές τις περιπτώσεις γεύμα, ένα πιάτο σούπα ή ρύζι και fodla,συνήθως δύο φορές την εβδομάδα και από ένα κομμάτι κρέας , επιπλέον τις Παρασκευές και τις γιορτές zerde. Λέγεται ότι στις αποθήκες του Ιμαρέτ υπήρχαν αποθέματα τροφών για 6 μήνες, ήταν δε εφοδιασμένο με αλευρόμυλο και κλίβανο που η παραγωγή τους έφτανε στις 1200 οκάδες την ημέρα. Τα φαγητά παρασκευάζονταν σε μεγάλα καζάνια από τον μάγειρα και δύο βοηθούς του.
Όσον αφορά στη διοίκηση του ιδρύματος, ο Μεχμέτ Αλή την είχε εγκαταλείψει από νωρίς σε μπέηδες της Καβάλας, σε συγγενείς ή φίλους της οικογένειάς του, που τους αντιπροσώπευε στο νησί της Θάσου κάποιος υπάλληλός τους. Τα ονόματα των διοικητών που αντικατέστησαν τον Τούρκο βοεβόδα είναι γνωστά από το 1840 και μετά, ονόματα που συνδέονται με συνεχείς αυθαιρεσίες και παρατυπίες. Μόλις κατά τα μέσα του 19ου αιώνα, όταν στην Αίγυπτο ιδρύεται κεντρική διεύθυνση των βακουφιών (1851), εκδηλώνεται ενδιαφέρον για το μακρινό “αφιέρωμα”. Το 1854 για πρώτη φορά στέλνεται Αιγύπτιος mudir ή βέης, διοικητής δηλαδή της Θάσου και διευθυντής του Ιμαρέτ της Καβάλας. Ο διοικητής πλαισιωνόταν από ένα γραμματέα της ελληνικής και έναν της τουρκικής αλληλογραφίας, έναν αρχιγραμματέα, έναν λογιστή και έναν ταμία. Στο προσωπικό αυτό στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου προστέθηκε ένας γραμματέας της αραβικής αλληλογραφίας καθώς και ένας υπάλληλος υπεύθυνος για το πρωτόκολλο. Έδρα της διοίκησης ήταν η Καβάλα, όπου υπήρχαν και τα γραφεία της, τα οποία καταλάμβαναν το δυτικό άκρο του συγκροτήματος. Στη Θάσο οι υπεύθυνοι έκαναν σύντομες επισκέψεις για να επιλύσουν τις τρέχουσες υποθέσεις. Το 1901, με εντολή του τότε διοικητή Μαχμούτ Ριφάτ Μπέη, η διοίκηση μεταφέρθηκε στο Λιμένα, ενώ γύρω στο 1912 ο Αμπάς Χιλμί Β΄σχεδίαζε να χτίσει τα νέα γραφεία του Ιμαρέτ στην Καβάλα απέναντι από τα παλιά, το σχέδιό του όμως δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ.

3. ΑΛΛΑΓΕΣ ΣΤΟ ΙΜΑΡΕΤ
Ο χρόνος δεν έφερε αλλαγές μόνο στο διοικητικό σύστημα του Ιμαρέτ. Με τον καιρό ατόνησαν οι αρχικά φιλανθρωπικοί και μορφωτικοί στόχοι του ιδρύματος. Ήδη από το 1858 η χρησιμότητα του αμφισβητείται και χαρακτηρίζεται επιβλαβές για την πόλη, πολλοί μάλιστα το χαρακτηρίζουν τεμπελχανείο ή σπίτι των τεμπέληδων. Πολλοί ζητούν την κατάργησή του και την ίδρυση αντ’ αυτού σχολείων ή γυμνασίου στο νησί της Θάσου. Μάλιστα οι νησιώτες προσπαθούν με διαβήματα, το 1870 περίπου και πάλι το 1894 να αποσπάσουν χρήματα από τα έσοδα του Ιμαρέτ για τη συντήρηση κεντρικής σχολής στο νησί.
Η λειτουργία των δύο μεντρεσέδων συνεχίστηκε μέχρι τον Ιούλιο του 1902 και διακόπηκε με τις αλλαγές στη διοίκηση του νησιού του ίδιου έτους. Ο σουλτάνος μετά από εξεγέρσεις και διαμαρτυρίες των κατοίκων στο χεδίβη της Αιγύπτου Αμπάς Χιλμί Β, που άρχισαν το 1895 με αιτία την επιβολή νέων φόρων, βρήκε την αφορμή να προσαρτήσει το νησί στη διοίκηση της Καβάλας. Οι φόροι όμως συνέχισαν να εισπράττονται από την Αιγυπτιακή Διεύθυνση των Βακουφιών, ενώ παράλληλα η Τουρκική κυβέρνηση επέβαλε και άλλους μέχρι την απελευθέρωση του νησιού το 1912. Όμως η Αίγυπτος συνέχισε να ζητάει είσπραξη φόρων και μετά το 1912. Η παροχή συσσιτίου συνεχίστηκε μέχρι το 1923. Με την ανταλλαγή των πληθυσμών και μέχρι το 1975 περίπου, στα δωμάτια των μεντρεσέδων έμεναν οικογένειες προσφύγων και μερικά χρησίμευαν ως αποθήκες των γειτονικών καταστημάτων. Οι χώροι αυτοί νοικιάζονταν έναντι μικρών χρηματικών ποσών που τα συγκέντρωνε ο εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος της Αιγυπτιακής πρεσβείας. Αργότερα τα δωμάτια εκκενώθηκαν από τις οικογένειες, μερικά όμως συνέχισαν για πολλά χρόνια ακόμη να λειτουργούν σαν αποθήκες.

Γ. ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ
Το kulliye της Καβάλας κτίστηκε σύμφωνα με τον Τούρκο μελετητή Haluk Sezgin σε δύο διακεκριμένες χρονολογικά περιόδους: Το βόρειο τμήμα, δηλαδή “το Ιμαρέτ, η διεύθυνση και ο ένας μεντρεσές”, αναφέρει ότι κτίστηκε λίγο πριν το 1536 από τον Ιμπραχήμ πασά, τον μεγάλο βεζύρη του Σουλτάνου Σουλεϊμάν, πράγμα που συμπεραίνει, όπως υποστηρίζει, και από τα εμφανή στοιχεία της κλασσικής οθωμανικής εποχής που διακρίνει το κτίσμα. Το νότιο τμήμα, δηλαδή “ο δεύτερος μεντρεσές, η βιβλιοθήκη, το τζαμί και το κιόσκι”, όπως τα ονομάζει, μαζί με τις επισκευές, την ανωδομή κυρίως, του βορείου τμήματος θεωρεί ότι κατασκευάστηκαν από τον Μεχμέτ Αλή και έχουν ευδιάκριτα στοιχεία του Οθωμανικού μπαρόκ. Επιπλέον, υποθέτει ότι τα μεταγενέστερα κτίσματα πρέπει να έγιναν από “παραδοσιακό” Τούρκο αρχιτέκτονα.
Σύμφωνα λοιπόν με την μελέτη του Haluk Sezgin, το Ιμαρέτ της Καβάλας καταλαμβάνει έκταση 4.200 τ.μ. Συγκροτείται από τέσσερεις επιμέρους ενότητες που παρατάσσονται σε σειρά και κάθε ενότητα οργανώνεται γύρω από τέσσερεις αυλές. Αρχίζοντας από το βορρά προς το Νότο υπάρχει πρώτα το Ιμαρέτ με το μεκτέμπ στη βορειοανατολική του γωνία, μετά ο παλαιότερος μεντρεσές με το κύριο μεστζίτ στη νοτιοανατολική του γωνία και τους υγρούς χώρους στη νότια πλευρά του και τέλος τα γραφεία της διεύθυνσης του Αιγυπτιακού βακουφιού. Η κάθε επιμέρους ενότητα παρουσιάζει δηλαδή κλειστή οργάνωση και όλοι οι χώροι στρέφονται προς τις εσωτερικές πλευρές, το χαρακτηριστικό στοιχείο όλων των κτισμάτων ομαδικής διαβίωσης. Αντίθετα όμως, η σχέση των επιμέρους ενοτήτων είναι παρατακτική και δεν υπερτονίζεται κάποια σε σχέση με τις υπόλοιπες. Προβάλλουν μόνο, συγκριτικά περισσότερο, οι μονάδες του μεστζίτ και του μεκτέμπ, που όμως αποτελούν στοιχεία των επιμέρους ενοτήτων και εντάσσονται σε αυτές.
Τα Οθωμανικά κτίσματα αυτής της κατηγορίας συγκροτούνται από παραθετική επανάληψη, σε απλούς σχηματισμούς, μιας θολωτής μονάδας που έχει τυποποιημένα χαρακτηριστικά, μορφή και παραστάσεις. Με τον τρόπο αυτό συντίθενται και οι επιμέρους ενότητες στο kulliye της Καβάλας, με διαφοροποιήσεις όμως στα τυπικά τους στοιχεία όπως θα φανεί στη συνέχεια.
Οι μικροί θόλοι των μονάδων της κάθε επιμέρους ενότητας παρουσιάζουν διαφορές από τους θόλους των άλλων. Διαφοροποιούνται επίσης και οι θόλοι των χαρακτηριστικών χώρων. Περισσότερο τονισμένοι, εκτός των δύο που έχουν αναφερθεί προηγουμένως, είναι οι θόλοι των κύριων προσβάσεων και των γωνιακών χώρων που υπερυψώνονται και στην κορυφή τους τοποθετείται μαρμάρινο ή μπρούτζινο alem. Εσωτερικά όλοι επενδύονται με φύλλα μολύβδου, τα οποία αλληλοκαλύπτονται για την καλύτερη στεγανοποίηση της επιφάνειας, σχηματίζοντας στις ενώσεις ακτινωτές νευρώσεις, στοιχεία γνώριμα στην Οθωμανική αρχιτεκτονική. Τα περιγράμματα των θόλων διαγράφονται με ασάφεια και στις περιπτώσεις όπου τα ύψη των θόλων είναι μικρότερα μοιάζουν σαν απλοί κυματισμοί με μικρές εξάρσεις. Η σχετική αυτή ποικιλία στον τρόπο κάλυψης μαζί με ένα πλήθος από καμινάδες, διαφόρων υψών και σχημάτων, που προβάλλουν πάνω από τις στέγες (κάθε χώρος έχει το δικό του τζάκι), δημιουργούν μια εντύπωση αταξίας στην οργάνωση του συνόλου.

Οι τοίχοι έχουν συνήθως πάχος 0,90-1,00 μ. και είναι κατασκευασμένοι από ημιλαξευτούς λίθους με την παρεμβολή οπτόπλινθων ποικίλων διαστάσεων χωρίς ορισμένη διάταξη. Ιδιαίτερα επιμελημένων είναι το τμήμα του εξωτερικού τοίχου προς το δρόμο, όπου εναλλάσσονται δύο σειρές με λαξευμένους λίθους, ανά αποστάσεις 20 εκ. περίπου. Πρέπει να είναι ο μόνος τοίχος που έμενε εξωτερικά χωρίς επίχρισμα. Ο τρόπος αυτός δόμησης συνεχίζεται μέχρι το ύψος της γένεσης των τόξων και των θόλων. Από το σημείο αυτό και πάνω χρησιμοποιούνται αποκλειστικά οπτόπλινθοι με το συνηθισμένο στην Οθωμανική αρχιτεκτονική τρόπο, χωρίς δηλαδή να χρησιμοποιούνται ξυλότυποι και έτσι δεν υπάρχει γεωμετρική ακρίβεια στη μορφή των καλύψεων. Σε αντίθεση με τη στέρεα και συμπαγή κατασκευή του συγκροτήματος έρχονται οι μεταγενέστερες συμπληρώσεις του, δηλαδή τα κτίσματα του δεύτερου μεστζίτ και των γραφείων, όπου η κάλυψη, ο τρόπος δομής και τα υλικά έχουν όλα τα χαρακτηριστικά των ελαφριών κατασκευών των σπιτιών της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής.
Σε γενικές γραμμές το συγκρότημα διακρίνεται για τα απλά γεωμετρικά σχήματα και την λιτότητα στη διακόσμηση. Τα στοιχεία της σύνθεσης τονίζονται με την παρεμβολή μεταξύ των ευθύγραμμων σχημάτων καμπυλωμένων επιφανειών, που δίνουν κάποια πλαστικότητα στην εξωτερική μόνο μορφή, χαρακτηριστικό της τουρκο-μπαρόκ περιόδου. Ο εσωτερικός χώρος μένει ανεπηρέαστος και η ίδια μορφή εμφανίζεται μόνο εκεί που το εσωτερικό δεν συμμετέχει στην σύνθεση, όπως στις δύο δεξαμενές. Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο του συγκροτήματος είναι οι έσω αυλές του και αξιοσημείωτη είναι η συνεχής εναλλαγή των κλειστών, ημιυπαιθρίων και ανοικτών χώρων με τις αντίστοιχες κλιμακούμενες φωτοσκιάσεις. Η αυτονομία όμως του εσωτερικού καθενός από τους κλειστούς χώρους, με τα λιγοστά ανοίγματα φραγμένα συνήθως με σιδεριές και με την αυστηρή οριοθέτηση, δε διασπάται, στοιχείο της ιδιαιτερότητας της οθωμανικής αρχιτεκτονικής. Αντίθετα, μειωμένο είναι το ενδιαφέρον που παρουσιάζουν οι εξωτερικές όψεις. Η ανατολική όψη, αδιαπέραστο οπτικά σύνορο μεταξύ του δρόμου και του εσωτερικού του συγκροτήματος, έχει ως μόνη διακοπή τις προσβάσεις στις επιμέρους ενότητες – που γίνονται στον όροφο εξαιτίας της έντονης κλίσης του εδάφους καθώς η στάθμη της αυλής βρίσκεται χαμηλότερα από αυτήν του δρόμου – και τα ελάχιστα ανοίγματα. Έτσι το επίμηκες και μονότονο παραπέτασμα του τοίχου λίγες νύξεις αφήνει να φανούν από την πολυμορφία του συγκροτήματος. Η δυτική όψη, απρόσιτη λόγω της απότομης κλίσης του εδάφους που ανοίγεται μπροστά της, είναι ορατή μόνο από μακριά και οργανώνεται με περισσότερα ανοίγματα και μεγαλύτερη ποικιλία στη διάρθρωση των επιφανειών. Οι δύο άλλες στενομέτωπες όψεις, η βόρεια και η νότια, με ελάχιστα, επίσης, ανοίγματα γειτνιάζουν σε τμήματά τους με νεότερες κατασκευές. Το σύνολο εξωτερικά στις 3 διαστάσεις του, είναι αντιληπτό στη δομή και την ποιότητά του μόνο από μακριά ως μέρος της κορυφογραμμής της παλιάς πόλης και ψηλά από την ακρόπολη.


Δ. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ – ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Το Ιμαρέτ της Καβάλας, χτισμένο για να εξυπηρετήσει συγκεκριμένους σκοπούς (την ανάπτυξη της Οθωμανικής κοινότητας της Καβάλας) και συμφέροντα (τις βλέψεις του Μεχμέτ Αλή προς την Πύλη), αποτέλεσε σημαντικό σταθμό για την ανάπτυξη και την ευημερία και του χριστιανικού πληθυσμού της περιοχής. Ακόμα και σε εποχές που η Αίγυπτος και η Μουσουλμανική κοινότητα δεν είχε να επωφεληθεί σε τίποτα από την λειτουργία του κτίσματος, το κτήριο αυτό αποτέλεσε καταφύγιο και τόπο προσωρινής ανακούφισης, αναδεικνύοντας έτσι την χρησιμότητά του στο επίπεδο της ανιδιοτελούς προσφοράς και ωφέλειας. Έτσι, δίκαια πια και προς τιμήν των όλων όσων προσέφερε, οι κάτοικοι της Καβάλας το θεωρούν πλέον κομμάτι της δικής τους Ιστορίας και το παρουσιάζουν ως ένα από τα πιο όμορφα όσο και σημαντικά σημεία της πόλης.




ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Βιβλία-εργασίες-πρακτικά:
1. “Η Καβάλα και η περιοχή της”, Α΄ Τοπικό συμπόσιο, πρακτικά, Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, Θεσ/κη, 1980
2. Α΄ Λύκειο αρρένων Καβάλας, μαθητική κοινότητα Γ΄ τάξεως θετικής κατευθύνσεως, “Γνωριμία με την πόλη και το νομό Καβάλας”, επιμ. Παναγιώτης Χ. Ζιώγας, Καβάλα, 1979, σ. 26
3. Ενεπεκίδης Π.Κ., “Θεσσαλονίκη και Μακεδονία 1798-1912”, εκδ. Εστία, Αθήνα 1982, σ. 81
4. Λαζαρίδης Δ., “Νεάπολις – Χριστούπολις – Καβάλα”, οδηγός του Μουσείου Καβάλας, Αθήνα, 1969, σσ 58-60
5. Ορφανίδης Κ., “ Ιστορικά και τοπωνυμικά της Καβάλας”, εκδ. Δημοτικής Βιβλιοθήκης Καβάλας, 1997, σσ 113-115
6. Παπαδόπουλος Ε., “Ιστορία του νομού Καβάλας”, Καβάλα, εκδ. ΕΣΠ, 1967, σσ 242 κ.εξ.
7. Reau Lewis, “Ιστορία της Τέχνης”, επιμ. Κ. Πάγκαλος, εκδ. Δ. Βογιατζή, Αθήνα, 1956, τ. β΄, σσ 456-458
8. Χαραλαμπίδου Θαλ., “Καβάλα – Συνοικισμός Παναγία”, Αθήνα, 1999, σ. 37
Περιοδικά:
9. Λυκουρίνος Κ. “ξένοι περιηγητές στην Τουρκοκρατούμενη Καβάλα του 15ου – 19ου αιώνα μ.Χ.”, περιοδ. ΓΙΑΤΙ, τ. 215, Μάιος 1993, σσ 45-47
10. Πετρόπουλος Ηλ., “Το Ιμαρέτ της Καβάλας”, περιοδ. ΑΛΦΑ, τ.4, Καβάλα, 1964, σσ 84-85
11. Στεφανίδου-Φωτιάδου Αιμ., “το Ιμαρέτ της Καβάλας”, περιοδ. ΥΠΟΣΤΕΓΟ, τ. 4, Νοέμβριος 1988, σσ 21-24

Ελευθερία Γ. Βουλουτίδου είναι Εκπαιδευτικός

Δεν υπάρχουν σχόλια: