Translate

«Στα καλαφατιά»

Κώστα Καναβούρη*

ΔΕΝ ΚΑΝΕΙ ΚΡΥΟ. Κάνει βράδυ στη γενέτειρα. Και ψιλοβρέχει. Κάνει σκοτάδι απαλό. Κι εμείς βραδιάζουμε όπως οι λέξεις που αποσιωπού­νται μέσα στα ποιήματα. Εδώ που μεγαλώσαμε. Όπως οι λέξεις μέσα στα ποιήματα. Πίσω μας ο καιρός, μπροστά μας ο καιρός. Αριστερά μας η συνοικία της Αγίας Βαρβάρας. Κάπου μαντεύεται το σπίτι όπου έζησε ο πατέρας. Πίσω μας ο τόπος όπου ήταν οι παράγκες με τους πρό­σφυγες. Και το χυτήριο της πρώτης πρώτης φωτιάς που έμπαινε στο χώμα για να γίνει σχήμα που θα ωθούσε τα καΐκια στο πέλαγος. Μια προπέλα. Ακόμα γυρνάει μέσα στο χώμα και μέσα στη θάλασσα. Μαζί με μυρωδιά ξύλου καθώς χτιζότανε τα καΐκια, μίνιο και φούμο, φωτιά και πάλι φωτιά, φωνές που σέρναν τα σκαριά στο έδαφος κι άλλες φω­νές όταν τα σελαγίζανε στο πέλαγος. Κάνει βράδυ στη γενέτειρα. Στα δεξιά μας αχνοφέγγει η πίσω πλευρά (μη ρωτάς γιατί πίσω κι όχι μπρο­στά) της συνοικίας Παναγία. Εδώ, ένας μικρός κόλπος. Το καρνάγιο, το καλαφάτι, τα καλαφατιά. Όπως θέλεις πες το. Το «εδώ» δεν αναιρείται γιατί προέρχεται από παντού. Εδώ. Στα καλαφατιά. Κάνει βράδυ. Και ψιλοβρέχει. Η μια αλήθεια βγαίνει μέσα από την άλλη αλήθεια και με την κάθε σταγόνα της νυκτός γίνεται καινούργια αλήθεια χαμόγελου και δα­κρύων.
Εδώ στα καλαφατιά. Με νωπές ακόμα τις χαραμάδες ανάμεσα στα ξύλα των καϊκιών όπου καλαφατίζαν οι μαστόροι, γνωρίζοντας τη χαλασιά της θάλασσας κι ο ήχος ακουγότανε μέχρι τη μνήμη και μέχρι τα κρατητήρια της Ασφάλειας και μέχρι τα πατητήρια του μέλλοντος τώρα με το πικρό κρασί του. Κι εκείνοι καλαφάτιζαν και μίνιαραν και φούμαραν κι έφευγαν για ψαρέματα που σπαρταρούσαν από απελπισμένη ελπίδα. Εδώ. Στο καρνάγιο της γενέτειρας.
Κάνει βράδυ. Στο καφενείο είμαστε τρεις αγαπημένοι. Βράδυ. Αυ­τός που έρχεται να πάρει παραγγελία είναι νέος. Αμούστακος σχεδόν. Μερακλής όμως, για να είναι εδώ. Δεν ξέρει ότι εδώ μεγαλώσαμε, αλλά είναι εδώ. Το καινούργιο απελπισμένο εδώ. Η διάρκεια στο δικαίωμα της ελπιδοφόρου απελπισίας ανάμεσα στην Παναγία και την Αγία Βαρ­βάρα. Ένας μικρός Αϊ-Νικόλας. Παίρνει την παραγγελία και φεύγει στο δικό του παρελθόν. Μπορείς εύκολα να φύγεις όταν είσαι εδώ.
Το μαγαζί είναι μικρό, σχεδόν ανύπαρκτο. Αν δεν είσαι από την Κα­βάλα, θα το προσπεράσεις. Οι τρεις μας καθόμαστε κι οι πλώρες των καϊ­κιών είναι κυριολεκτικά πάνω από τα κεφάλια μας. Οι πλώρες των ερώ­των μας. Δεν είναι διακόσμηση. Είναι η απέραντη δημιουργία της δου­λειάς. Κρέμονται από τον ουρανό τα καΐκια πάνω από τα κεφάλια μας. Ζητώ την άδεια να βγω έξω. Να περπατήσω μέσα στο καλαφάτι. Ο νεαρός χαμογελάει. Βγαίνω. Περπατώ ανάμεσα στα καΐκια. Σκοτάδι. Σκοντάφτω στο ακατάστατο έδαφος της μνήμης και σ' αντικείμενα που δεν γνωρίζω. Μιλώ στα παπούτσια μου: «να ξέρατε πού σας έφερα...». Φτάνω στη θάλασσα. Ψιλοβρέχει. Κρύβομαι κάτω από ένα τεράστιο καΐκι. Ανάβω τσιγάρο. Βλέπω τη θάλασσα. Βλέπω τους αγαπημένους μου απόντες να περπατούν επί των κυμάτων. Επιστρέφω στο καφενείο. Ο νεαρός έχει πιάσει το μπουζούκι. Άλλος ένας με την κιθάρα. Δυο κορίτσια με την ομορφιά τους. Τραγουδάνε. Μόνο ρεμπέτικα. Με αθώα έπαρση καθώς τα καΐκια κρέμονται πάνω από το κεφάλι μας και ισορ­ροπούνε στα ίδια παλιά μπουντέλια τ' ουρανού και της βροχής.
Τραγουδήσαμε κι εμείς οι τρεις: «Χαράματα η ώρα τρεις, θα 'ρθω να σε ξυπνήσω». Δεν ξέρω ποιον, δεν ξέρω τι θα ξυπνήσουμε, αλλά είμαι βέβαιος ότι θα γίνει.

Κώστας Καναβούρης*
(Από την εφημ. Αυγή, 24.2.2002)

* Γεννήθηκε στην Καβάλα και ζει στην Αθήνα. Ποιητής και αρθρογράφος, επιμελείται εκπομπές για το βιβλίο στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Πρώτη εμφάνιση με την ποιητική συλλογή Τετράδιο ιχνογραφίας, 1982.

Δεν υπάρχουν σχόλια: