Translate

"Επεισόδιο"

Μάρκογλου Πρόδρομου

Το σπίτι ήταν ανάμεσα στο καρβουνάδικο και στη γωνιά της στενής γέφυρας πάνω από το χείμαρο που κατεβαίνει από τους βορεινούς λόφους της πόλης. Σπίτι ξύλινο, σε καλή κατάσταση, δίπατο, από τον καιρό της Τουρκίας. Σφαλισμένα τα παντζούρια. Ενα πεύκο πίσω από το σπίτι και ένα λιγνό πλατάνι, που έβγαινε μέσα από το ρέμα, ρίχναν τον ίσκιο τους πάνω στα κεραμίδια καθώς το φεγγάρι, σχεδόν γεμάτο, φώτιζε απέναντι από το σπίτι, στην άλλη όχθη, καπναποθήκες.
Ένα παλιό Μερσεντές ήρθε από τον δρόμο του Αγίου Παύλου. Κατέβηκαν τρεις. Στάθηκαν για λίγο στη γωνιά απέναντι από το σπίτι, μετά ο ένας πήγε και στάθηκε στη γωνιά του καρβουνάδικου κι ύστερα από νόημα των άλλων πέρασε από ένα διπλανό τοίχο και πήγε πίσω από το σπίτι. Το σπίτι κατάκλειστο φάνταζε έρημο. Ο άλλος έφτασε στη γέφυρα, στάθηκε στη γωνιά της καπναποθήκης πάνω από το ρέμα. Αυτός που έμεινε κοίταζε επίμονα το σπίτι, από το δρόμο που πάει για τον Προφήτη Ηλία πέρασαν άνθρωποι, αυτός γύρισε την πλάτη του κι έκανε πως κάτι ψάχνει στο αυτοκίνητο. Ο άλλος του έκανε νόημα πως ο πρώτος είχε τη θέση του πίσω από το σπίτι. Τότε με αργά βήματα προχώρησε, στο χέρι κρατούσε περίστροφο. Το φεγγάρι στον ουρανό λιωμένος ασβέστης. Χτύπησε το επιθύριο χεράκι της πόρτας και έκανε λίγο πίσω, καμμιά κίνηση μέσα στο σπίτι, χτύπησε με κλωτσιά αυτή τη φορά την πόρτα, ψυχή, απομακρύνθηκε λίγο και ξαναχτύπησε πάλι με κλωτσιά πιο δυνατά αυτή τη φορά. Η πόρτα ήταν έτοιμη να γκρεμίσει, όταν φάνηκε στο βάθος, από το παράθυρο της πόρτας, ένα αμυδρό φως, αλλά την ίδια στιγμή αυτός που στέκονταν στη γωνιά του καπνομάγαζου φώναξε "πήδηξε στο ρέμα". Κάποιος από ένα μικρό χαμηλό παράθυρο του σπιτιού πήδηξε με ορμή στα νερά και τα σκουπίδια. Αμέσως αυτός που φώναξε πιάστηκε από τα σιδερένια κάγκελα της γέφυρας κι άρχισε να κατεβαίνει στο ρέμα. Ο κυνηγημένος ήδη έτρεχε γρήγορα πατώντας σε μέρη που θα 'πρεπε να γνώριζε καλά. Ο άλλος που ήταν στο πίσω μέρος του σπιτιού, περνώντας ένα τοιχάκι, μπήκε στο ρέμα. Αυτός που χτυπούσε θέλοντας να παραβιάσει την πόρτα μόλις άκουσε πως κάποιος πήδηξε στο ρέμα, έτρεξε στην άλλη πλευρά της γέφυρας, προσπαθούσε να δει τι γίνεται, φωνάζοντας "σταματήστε τον". Στο άσπρο φως φαίνονταν καθαρά ο άνθρωπος που έτρεχε μέσ' στο ρέμα, "γαμημένε θα πεθάνεις" φώναξε και πυροβόλησε από τη γέφυρα. Ο κυνηγημένος εξακολουθούσε να τρέχει. Κάτω από τη γέφυρα φάνηκαν τώρα οι δικοί του, αυτός από τη γέφυρα πέρασε στο διπλανό δρομάκι, μέσα από κάτι ροδιές, τρέχοντας να τον προλάβει σε μια άλλη γέφυρα λίγο πιο κάτω, δίπλα στον παλιό καμένο κινηματογράφο ΠΑΤΕ. Ο κυνηγημένος έτρεχε με δύναμη, πίσω του άκουγε τους άλλους και έναν ακόμη πυροβολισμό, έπρεπε κάπου να χωθεί, έτρεχε κι έπρεπε να πάρει μιαν απόφαση, τα πόδια του γυμνά δε θα τον βοηθούσαν για πολύ ακόμη, μέσα σε σκουπίδια και χαλίκια και ντενεκέδες, όμως δεν είχε πολλές επιλογές, ή θ' ανέβαινε έξω από το ρέμα από κάτι πέτρινα σκαλοπάτια στον κήπο της ταβέρνας του Ανθήλαου, στη γέφυρα απέναντι από τον ΠΑΤΕ ή παρά κάτω, αλλά μακριά, κοντά στα μπορτέλα. Του έμενε η πρώτη έξοδος. Ο άλλος, που έκοψε δρόμο μέσ' από τις ροδιές, έφτασε στη γέφυρα την ώρα που αυτός βρίσκονταν ήδη στην κορυφή της σκάλας, μακριά έρχονταν τρέχοντας μέσα στο ρέμα οι άλλοι, πυροβόλησε, αυτός που ήταν στη σκάλα χάθηκε πίσω από κάτι δέντρα του κήπου. Ο άλλος που πυροβόλησε έτρεξε στην ταβέρνα, μπήκε μέσα και πέρασε στην πίσω πλευρά, άνοιξε την τζαμωτή πόρτα του βάθους και βγήκε στον κήπο. Ο ταβερνιάρης και κανα - δυό πελάτες πάγωσαν με την παρουσία του Χίτη. Τον βρήκε πεσμένο στη μέση της μικρής αυλής. Την αυλή την κλείναν δυο τοίχοι από καπναποθήκες και το ρέμα με τις ροδιές. Πλησίασε, άκουσε ένα μουγκρητό, με δύναμη τούδωσε μια κλωτσιά στο κεφάλι, ο πεσμένος φορούσε παλιό μπαλωμένο πουκάμισο, χακί παντελόνι που τόχε δεμένο στη μέση του με σχοινί κι ήταν ξυπόλητος. Τα χέρια του, οι παλάμες, σαν πλατανόφυλλα. Στο πεζούλι από την πλευρά της σκάλας φάνηκαν τα κεφάλια των άλλων που βγαίναν από το ρέμα, λαχανιασμένοι, τους έριξε μια ματιά και άδειασε τις υπόλοιπες σφαίρες στο κεφάλι του πεσμένου.
' Εκανε ένα-δυό, βήματα πίσω, σήκωσε το δεξί του πόδι και σκούπισε το παπούτσι του στην γάμπα του αριστερού του ποδιού. Έκανε νόημα να τον πάρουν. Γύρισε και βγήκε έξω.


* Δημοσιευμένο στο περιοδικό ΑΝΤΙ 98/1978
και στην ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗΣ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑΣ
"ΚΑΒΑΛΙΩΤΕΣ ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΙ" Καβάλα 1985

Δεν υπάρχουν σχόλια: