Translate

"Ο Κόκκινος"

Τσιρίδη Κων/νου
Γεννήθηκα στην Κατοχή. Από τότε που άρχισα να θυμάμαι τον κόσμο, θυμάμαι και τον Κόκκινο. Το "Κόκκινος" ήταν το παρατσούκλι του, το όνομά του, όπως οι πιο πολλοί, δεν το 'μαθα ποτέ. Ήταν όμως όνομα και πράγμα, ένας κοντόχοντρος ξανθός, γαλανομάτης, κατακόκκινος πενηνταπεντάρης. Η δουλειά του ήταν γυρολόγος κι η πραμάτεια του παράξενη κι ετερόκλητη, το μέσο μετακίνησης του τα πόδια του και μαγαζί του, το κορμί του. Φορούσε στην πλάτη του ένα ιδιόμορφο σαμάρι σαν αρχαλίκι, με πολλές ξύλινες προεξοχές, μέσα στις οποίες περνούσε μερικά απ' τα αντικείμενα που πουλούσε. Αυτά πάλι, τα μετέβαλε σε στηρίγματα άλλων αντικειμένων και τ' άλλα των άλλων και πάει λέγοντας. Έτσι, πάνω στα στενά ανηφορικά καλντερίμια των λαϊκών συνοικιών της Καβάλας, συναντούσες ένα ογκώδες αυτοκινούμενο καταστηματαρχο-κατάστημα, να διαλαλεί με μιαν ανάσα μονοκοπανιά:
- Ο καλαϊτζής... κρεμαστάρια... πλαστήρια... κόσκινα... σκούπες... σκουπάκια... μανταλάκια... ρόγια... ξεσκονιστήρια... και φρέεεσκα κουλούρια...
Τα κουλούρια, τα είχε περασμένα σ' ένα πλαστήρι, όπως οι πανηγυρτζήδες τους κρίκους, στη βέργα που ρίχναμε στα μπουκάλια με τα ποτά και, προφέροντας τα με τα ξεσκονιστήρια, έκανε ομοιοκαταληξία.
Τα χρόνια ήταν δύσκολα κι η φτώχεια γενική κι οδυνηρή. Ο έρμος ο Κόκκινος, γύρναγε όλη μέρα κατάκοπος και καταϊδρωμένος στ' ατέλειωτα καλντερίμια με τους παραλληλεπίπεδους γρανιτόλιθους, σέρνοντας και διαλαλώντας το φορτίο του. Του ήταν πράγματι δυσβάσταχτο, ιδιαίτερα το καλοκαίρι που, μπαϊλντισμένος αγκομαχούσε στις ανηφοριές. Όμως, όπως έμοιαζε με μετακινούμενο τενεκετζίδικο, είχε γίνει ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς τύπους της Καβάλας. Όπως ήταν ροδοκόκκινος και φορτωμένος, έμοιαζε με παράξενο και απόκοσμο πλάσμα. Οι μανάδες που 'θελαν να φοβίσουν τα άτακτα μικρά τους, τ' απειλούσαν αγριεύοντας τα:
- Βρε βρωμόσκυλο, -θα κάτσεις καλά... για 'θα σε δώσω στον Κόκκινο...
Τα χρόνια πέρασαν, εμείς μεγαλώσαμε κι ο Κόκκινος, διαλαλώντας την πραμάτεια του στις γειτονιές, γέρασε. Έγινε ένα συμπαθητικό ασπροκόκκινο γεροντάκι. Τα γαλανά του μάτια ξεθώριασαν κι η φωνή του έγινε τρεμουλιάρα κι αχνή. Η σερμαγιά του, όσο πήγαινε και λιγόστευε. Δε το μπορούσε πια το βάρος, όμως δεν είχε άλλη επιλογή. Αυτός ήταν ο μόνος τρόπος βιοπορισμού του, η μοναδική δουλειά που γνώριζε. Σύνταξη τότε ακόμη δεν υπήρχε, ούτε και κομπόδεμα διέθετε. Ήταν φτωχός. Οι πιο πολλοί αρχίσαμε να τον κοιτάμε κλεφτά με σημασία, το βλέπαμε πως δεν θα μπορούσε να κρατήσει για πολύ.
Η τρελή μας παρέα ήταν πια στην εβδόμη τάξη του Γυμνασίου Αρρένων, όταν ακούστηκε το γεγονός. Βούιξε ολόκληρη η Καβάλα, ο Κόκκινος πέθανε. Η είδηση μας βρήκε στο διάλειμμα. Είπαμε όλοι, ό,τι καλό είχαμε να θυμηθούμε για το νεκρό, κάποια στιγμιότυπα απ' τα παιδικά μας χρόνια και, τελικά ομόφωνα, τ' αποφασίσαμε να τον συνοδεύσουμε στην τελευταία του κατοικία. Αυτό όμως που είδαμε δεν το περιμέναμε. Στην κηδεία του, που ήταν φτωχική, έγινε κοσμοσυρροή, όλη η Καβάλα ήταν εκεί. Πλούσιοι, φτωχοί, επώνυμοι και μη, μικροί και μεγάλοι, μαζεύτηκαν όλοι να τον τιμήσουν. Όλοι, από τα παιδικά τους χρόνια θεωρούσαν τον Κόκκινο σα μια φιγούρα τραγική και μοναδική που, ανήκοντας στην πόλη, ανήκε λιγάκι και σ' αυτούς. Τον θεωρούσαμε όλοι μας και λίγο δικό μας άνθρίοπο. Ο αυλόγυρος του Αϊ-Γιώργη είχε γεμίσει ασφυκτικά. Η εκκλησία, που ήταν απέριττη, χωμένη μέσα στους χωματόδρομους και τα καπνομάγαζα, περιτριγυρισμένη απ' το παζάρι και τις παράγκες, βρήκε τις δόξες της, αφού, παρ' όλο που ήταν στο κέντρο της πόλης, ήταν η εκκλησία της φτωχοσυνοικίας που, χαρακτηριστικά ονομάζαμε, τα γύφτικα. Ο χώρος είχε πια κατακλυσθεί κι ο κόσμος έφτανε μέχρι την κλινική του Ψύχου. Τα στεφάνια και τα λουλούδια έγιναν σωρός. Στη νεκρώσιμη ακολουθία υπήρξε πραγματική κατάνυξη. Οι λίγοι στενοί συγγενείς του έδειξαν σπαραγμό και εμείς, όλο και κάτι θυμηθήκαμε ο καθένας, να πει για το νεκρό.
Μόλις τέλειωσε η ακολουθία, έφτασαν τα κοράκια. Έξι φρακοφορεμένοι ατσούμπαλοι, ταλαίπωροι πεθαμενατζήδες, με τσαλακωμένα ρούχα και ξεχαρβαλωμένα παπούτσια, σήκωσαν την κάσα και κατευθύνθηκαν προς τη νεκροφόρα, που περίμενε το τραγικό της φορτίο έξω απ' τον αυλόγυρο της εκκλησίας, μ' ένα λιτό, ασκάλιστο, ξύλινο καπάκι και ξύλινο σταυρό. Βγαίνοντας απ' την εκκλησία, τους χάιδεψε το γλυκό ανοιξιάτικο αεράκι και τους αναζωογόνησε, αφού μέσα στην εκκλησία είχαν νυστάξει, που τους είχε χτυπήσει η κλεισούρα κι οι αναθυμιάσεις απ' τα κεριά και τα λιβάνια. Μπροστά - μπροστά κουβαλούσαν την κάσα με τη σωρό, ο Αντωνάκης ο Τακατάκας κι ο Γιώργος ο Πεθαμενατζής, ένας ψηλός φαφούτης ονειροπόλος, που ' παίζε τη λατέρνα του πετεινού σφυρίζοντας στους δρόμους. Ήταν κι οι δυο απ' τους πιο χαρακτηριστικούς τύπους της πόλης και συμπλήρωναν το σκηνικό εκείνης της αλησμόνητης κηδείας. Το μαγιάτικο όμως αεράκι έκανε το θαύμα του. Οι εποχές τότε ξεχώριζαν και το μπουγάζι το 'τσουξε λίγο κι αναρρίγησαν. Είχαν πια πλησιάσει τη νεκροφόρα, όταν τρομακτική, γεμάτη ξάφνιασμα και φρίκη ακούστηκε η σπαρακτική φωνή του Τακατάκα: Α... ά.... βοήθειααα... βοήθεια... Σχεδόν ταυτόχρονα τον ακολούθησαν κι οι άλλοι πέντε πεθαμενατζήδες. Όλοι μαζί κραυγάζοντας, παράτησαν την κάσα με τον Κόκκινο που 'σκασε με γδούπο στο χώμα και το 'βαλαν στα πόδια, όπου φύγει-φύγει. Και τότε άλλο ξαφνικό: Ο Κόκκινος άρχισε σιγά-σιγά να κουνιέται και ν' ανασηκώνεται... Η χήρα λιποθύμισε κι έγινε αυτό που δεν ξανάγινε. Πεντέξι γυναίκες πέσανε λιπόθυμες γύρω απ' τη χήρα κι όλες μαζί γύρω απ' την κάσα με τον Κόκκινο, που τις κοιτούσε μ' απορία. Οι υστερικές κραυγές των γυναικών και των παιδιών δημιούργησαν πανδαιμόνιο. Έγινε θρήνος, τρόμος και κοπετός. Γύρισα και πρόσεξα δίπλα μου τον φίλο μου, ήταν κίτρινος σα το φλουρί και κανείς μας δεν ήταν καλύτερος. Αρχίσαμε σιγά-σιγά να πισωπατάμε. Ο Κόκκινος, καλοκάθησε στον κώλο του κι απορημένος κι αμίλητος, άρχισε να κοιτά γύρω του, τρομαγμένος και σαστισμένος, προσπαθώντας να καταλάβει τι του συμβαίνει. Οι αντιδράσεις του κόσμου ήσαν διαφορετικές. Αλλοι φώναζαν, φάντασμα... φάντασμα... και το 'βαζαν στα πόδια κι άλλοι πάλι, θαύμα... θαύμα... κι άρχιζαν δειλά-δειλά να πλησιάζουν. Εμείς, οι μισό-μορφωμένοι εκείνου του καιρού, μείναμε καθηλωμένοι, μη ξέροντας τι να κάνουμε και τι να πιστέψουμε.
Από την τρομάρα και την αμηχανία, μας έβγαλε η αδρή και πειστική φωνή ενός πραγματικού γιατρού, ιδεολόγου κι άξιου σεβασμού.
- Νεκροφάνεια... νεκροφάνεια.·, μη φοβάστε είναι φυσικό φαινόμενο... μη φοβάστε... μη φεύγετε μη...
Είχε περάσει ένα σχεδόν λεπτό από την πρώτη κραυγή του Τακατάκα. Γύρω απ' τον κατασαστισμένο κι ανήμπορο Κόκκινο, είχαμε πια μείνει καμμιά εικοσαριά άτομα κι αυτός κωλοκάθονταν στο τσακισμένο κιβούρι του και μας κοιτούσε κατάπληκτος που ακούγαμε καθηλωμένοι τις εξηγήσεις του γιατρού. Μαζί μας στο έδαφος και οι πεντέξι λιπόθυμες γυναίκες. Σε λίγο, κάποιοι φίλοι του απ' την οδό Αμύντα, ήρθαν και τον μάζεψαν, προσπαθώντας απελπισμένα να του εξηγήσουν τι του είχε επί τέλους συμβεί.
Η κηδεία τελείωσε άδοξα και μακάβρια, όλοι είχαν πλέον σκορπίσει και πήραν μαζί τους και τον Κόκκινο, για μια νέα ζωή.
Έζησε ακόμη οκτώ μήνες. Δεν τους χάρηκε. Ήταν οι χειρότεροι της ζωής του. Όλοι, ακόμη και οι πιο στενοί του φίλοι, άλλος λίγο, άλλος πολύ, τον απέφευγαν, τον κοιτούσαν με καχυποψία. Κάποιοι άρχισαν να τον φωνάζουν Λάζαρο. Τα παιδιά λάκιζαν από γύρο του τρομαγμένα, φωνάζοντας, ο πεθαμένος... ο πεθαμένος...
Τη φορά αυτή πέθανε στ' αλήθεια. Στην κηδεία του παραβρέθηκαν πολύ λίγοι, μόνον όσοι το διακινδύνευσαν... Ο Κόκκινος όμως, δίχως ποτέ του να το μάθει ή να το επιδιώξει, προσέφερε στη δεύτερη πατρίδα του, την Καβάλα των εξήντα πέντε χιλιάδων κατοίκων, μιαν υπηρεσία. Εκεί, στα 1958, δεν υπήρχε ούτε ένας που να μη γνωρίζει επιστημονικά, τι σημαίνει νεκροφάνεια.

Δεν υπάρχουν σχόλια: